Ancient Greek-English Dictionary Language

φιλοχρήματος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: φιλοχρήματος φιλοχρήματον

Structure: φιλοχρηματ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xrh=ma

Sense

  1. loving money, fond of money

Examples

  • ἦν δὲ Λύσανδροσ μὲν ἐν δόξῃ μάλιστα τῶν πολιτῶν, Μανδροκλείδασ δὲ δεινότατοσ Ἑλλήνων πράγματα συσκευάσασθαι καὶ τὸ συνετὸν τοῦτο καὶ δολερὸν τόλμῃ μεμιγμένον ἔχων Ἀγησίλαον δὲ θεῖον ὄντα τοῦ βασιλέωσ καὶ δυνατὸν εἰπεῖν, ἄλλωσ δὲ μαλακὸν καὶ φιλοχρήματον, ἐμφανῶσ μὲν ὁ υἱὸσ Ἱππομέδων ἐκίνει καὶ παρεθάρρυνεν, εὐδόκιμοσ ἐν πολλοῖσ πολέμοισ ἀνὴρ καὶ μέγα δι’ εὔνοιαν τῶν νέων δυνάμενοσ· (Plutarch, Agis, chapter 6 3:1)
  • οὔτε γὰρ φιλόλογοσ πατὴρ οὕτωσ οὔτε φιλότιμοσ οὔτε φιλοχρήματοσ γέγονεν ὡσ φιλότεκνοσ· (Plutarch, De fraterno amore, section 5 2:1)
  • οὔτε γὰρ φιλόλογοσ πατὴρ οὕτωσ οὔτε φιλότιμοσ οὔτε φιλοχρήματοσ γέγονεν ὡσ φιλότεκνοσ· (Plutarch, De fraterno amore, section 5 5:1)
  • "σὺ δὲ φιλοχρήματοσ καίπερ ἱκανὰ κεκτημένοσ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 142)
  • "σὺ δὲ φιλοχρήματοσ; (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 14 1:1)
  • ὁ αὐτὸσ δέ που οὗτοσ τυγχάνει ὢν καὶ φιλοχρήματοσ καὶ φιλότιμοσ, ἤτοι τὰ ἕτερα τούτων ἢ ἀμφότερα. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 151:1)

Synonyms

  1. loving money

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION