- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐραστής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: erastēs 고전 발음: [에라떼:] 신약 발음: [애라]

기본형: ἐραστής ἐραστοῦ

형태분석: ἐραστ (어간) + ης (어미)

어원: ἔραμαι

  1. 애인, 친구
  2. 부채, 팬
  1. lover
  2. fan, adherent, admirer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐραστής

애인이

ἐραστά

애인들이

ἐρασταί

애인들이

속격 ἐραστοῦ

애인의

ἐρασταῖν

애인들의

ἐραστῶν

애인들의

여격 ἐραστῇ

애인에게

ἐρασταῖν

애인들에게

ἐρασταῖς

애인들에게

대격 ἐραστήν

애인을

ἐραστά

애인들을

ἐραστάς

애인들을

호격 ἐραστά

애인아

ἐραστά

애인들아

ἐρασταί

애인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ταύτην ἐφίλησα καὶ ἐξεζήτησα ἐκ νεότητός μου καὶ ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς. (Septuagint, Liber Sapientiae 8:2)

    (70인역 성경, 지혜서 8:2)

  • Ἀλλ᾿ ἐραστὴς μὲν οὐδεὶς ἔστι μοι οὐδὲ σεμνύνομαι ἐπέραστος εἶναι: (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 54)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 54)

  • Μῶν ὅτι ὁ Ζεὺς ἐραστὴς τῆς παιδὸς ἐκ πολ λοῦ· (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 113)

    (루키아노스, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 113)

  • ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις λαμβάνει τις αὐτὸν ἐραστὴς γόης τῶν μαγείας καὶ ἐπῳδὰς θεσπεσίους ὑπισχνουμένων καὶ χάριτας ἐπὶ τοῖς ἐρωτικοῖς καὶ ἐπαγωγὰς τοῖς ἐχθροῖς καὶ θησαυρῶν ἀναπομπὰς καὶ κλήρων διαδοχάς. (Lucian, Alexander, (no name) 5:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 5:2)

  • ἦν δὲ ὁ διδάσκαλος ἐκεῖνος καὶ ἐραστὴς τὸ γένος Τυανεύς, τῶν Ἀπολλωνίῳ τῷ πάνυ ^ συγγενομένων καὶ τὴν πᾶσαν αὐτοῦ τραγῳδίαν εἰδότων. (Lucian, Alexander, (no name) 5:6)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 5:6)

유의어

  1. 애인

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION