헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιζήμιος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιζήμιος

형태분석: ἐπιζημι (어간) + ος (어미)

어원: zhmi/a

  1. 유해한, 해로운, 파괴적인, 상하게 하는
  2. 형의, 처벌의, 형벌의
  1. bringing loss upon, hurtful, prejudicial
  2. penal, penalties
  3. liable to punishment

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπιζήμιος

유해한 (이)가

ἐπιζήμιον

유해한 (것)가

속격 ἐπιζημίου

유해한 (이)의

ἐπιζημίου

유해한 (것)의

여격 ἐπιζημίῳ

유해한 (이)에게

ἐπιζημίῳ

유해한 (것)에게

대격 ἐπιζήμιον

유해한 (이)를

ἐπιζήμιον

유해한 (것)를

호격 ἐπιζήμιε

유해한 (이)야

ἐπιζήμιον

유해한 (것)야

쌍수주/대/호 ἐπιζημίω

유해한 (이)들이

ἐπιζημίω

유해한 (것)들이

속/여 ἐπιζημίοιν

유해한 (이)들의

ἐπιζημίοιν

유해한 (것)들의

복수주격 ἐπιζήμιοι

유해한 (이)들이

ἐπιζήμια

유해한 (것)들이

속격 ἐπιζημίων

유해한 (이)들의

ἐπιζημίων

유해한 (것)들의

여격 ἐπιζημίοις

유해한 (이)들에게

ἐπιζημίοις

유해한 (것)들에게

대격 ἐπιζημίους

유해한 (이)들을

ἐπιζήμια

유해한 (것)들을

호격 ἐπιζήμιοι

유해한 (이)들아

ἐπιζήμια

유해한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ μάχωνται δύο ἄνδρεσ καὶ πατάξωσι γυναῖκα ἐν γαστρὶ ἔχουσαν καὶ ἐξέλθῃ τὸ παιδίον αὐτῆσ μὴ ἐξεικονισμένον, ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται. καθότι ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀνὴρ τῆσ γυναικόσ, δώσει μετὰ ἀξιώματοσ. (Septuagint, Liber Exodus 21:22)

    (70인역 성경, 탈출기 21:22)

  • ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Εἴρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰσ τὸ ἐπιζήμιον ἀναλῶσαι. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 132:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 132:1)

  • ταῦτα γάρ ἐστιν ἃ ἐὰν μὲν ὑπάρχῃ δεῖ πράττειν, ἐὰν δὲ μὴ ὑπάρχῃ, μὴ πράττειν, οἱο͂ν, εἰ δυνατὸν καὶ ῥᾴδιον καὶ ὠφέλιμον ἢ αὐτῷ ἢ φίλοισ ἢ βλαβερὸν ἐχθροῖσ, κἂν ᾖ ἐπιζήμιον, εἰ ἐλάττων ἡ ζημία τοῦ πράγματοσ, καὶ προτρέπονται δ’ ἐκ τούτων καὶ ἀποτρέπονται ἐκ τῶν ἐναντίων. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 23 21:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 2, chapter 23 21:2)

  • τοῖσ μὲν γὰρ ἀπόροισ ἔξεστι μὴ κεκτῆσθαι, τοῖσ δ’ εὐπόροισ ἐπιζήμιον μὴ κεκτημένοισ, κἂν μὴ γυμνάζωνται, τοῖσ μὲν οὐδεμία ζημία, τοῖσ δ’ εὐπόροισ ἐπιζήμιον, ὅπωσ οἱ μὲν διὰ τὴν ζημίαν μετέχωσιν, οἱ δὲ διὰ τὸ μὴ φοβεῖσθαι μὴ μετέχωσιν. (Aristotle, Politics, Book 4 201:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 201:1)

유의어

  1. 유해한

  2. liable to punishment

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION