Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπίτροπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐπίτροπος ἐπίτροπον

Structure: ἐπιτροπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)pitre/pw

Sense

  1. one to whom a charge is entrusted, a trustee, administrator, a governor, viceroy
  2. a guardian

Examples

  • ΜΕΤ̓ ὀλίγον δὲ παντελῶσ χρόνον Λυσίασ ἐπίτροποσ τοῦ βασιλέωσ καὶ συγγενὴσ καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων λίαν βαρέωσ φέρων ἐπὶ τοῖσ γεγονόσι, (Septuagint, Liber Maccabees II 11:1)
  • ὦ ἄνδρεσ δικασταί, καταλειφθεὶσ ἐπίτροποσ τῶν Ἱπποκράτουσ χρημάτων καὶ διαχειρίσασ ὀρθῶσ καὶ δικαίωσ τὴν οὐσίαν καὶ παραδοὺσ τοῖσ υἱοῖσ δοκιμασθεῖσι τὰ χρήματα, ὧν ἐπίτροποσ κατελείφθην, συκοφαντοῦμαι νῦν ὑπ’ αὐτῶν ἀδίκωσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 8 2:1)
  • ἐγὼ γάρ, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, καταλειφθεὶσ ἐπίτροποσ τῶν Ἱπποκράτουσ χρημάτων καὶ διαχειρίσασ ὀρθῶσ καὶ δικαίωσ τὴν οὐσίαν καὶ παραδοὺσ τοῖσ υἱοῖσ δοκιμασθεῖσι τὰ χρήματα. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 9 1:2)
  • δούλων δὲ εἴδη δύο, ἐπίτροποσ καὶ ἐργάτησ. (Aristotle, Economics, Book 1 24:4)

Synonyms

  1. a guardian

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION