ἐπίκειμαι
-μι 무어간모음 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπίκειμαι
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
κεί
(어간)
+
μαι
(인칭어미)
뜻
- 몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다, 따라가다
- ~위에 걸다, 달다
- 깔리다, 묻히다
- to be laid upon
- to be put to or closed
- to be placed in or on
- lying off, off the coast
- to press upon, be urgent, to press upon
- to hang over, imposed
- having their, covered, under an assumed
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἡ δὲ ὡρ́α τοῦ ἔτουσ ὅ τι περ τὸ πυρωδέστατόν ἐστι, τοῦ ἀστέροσ ὃν ὑμεῖσ κύνα φατὲ πάντα καταφλέγοντοσ καὶ τὸν ἀέρα ξηρὸν καὶ διακαῆ τιθέντοσ, ὅ τε ἥλιοσ κατὰ μεσημβρίαν ἤδη ὑπὲρ κεφαλῆσ ἐπικείμενοσ φλογμὸν τοῦτον οὐ φορητὸν ἐπάγει τοῖσ σώμασιν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 16:11)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 16:11)
- τὸ γὰρ δὴ σῶμα, ἵνα σοι καὶ τοῦτο δείξω, μέγασ τε ἦν καὶ καλὸσ ἰδεῖν καὶ θεοπρεπὴσ ὡσ ἀληθῶσ, λευκὸσ τὴν χρόαν, τὸ γένειον οὐ πάνυ λάσιοσ, κόμην τὴν μὲν ἰδίαν, τὴν δὲ καὶ πρόσθετον ἐπικείμενοσ εὖ μάλα εἰκασμένην καὶ τοὺσ πολλοὺσ ὅτι ἦν ἀλλοτρία λεληθυῖαν· (Lucian, Alexander, (no name) 3:2)
(루키아노스, Alexander, (no name) 3:2)
- τὴν τραγῳδίαν δέ γε ἀπὸ τοῦ σχήματοσ πρώτου καταμάθωμεν οἱά ἐστίν, ὡσ εἰδεχθὲσ ἅμα καὶ φοβερὸν θέαμα εἰσ μῆκοσ ἄρρυθμον ἠσκημένοσ ἄνθρωποσ, ἐμβάταισ ὑψηλοῖσ ἐποχούμενοσ, πρόσωπον ὑπὲρ κεφαλῆσ ἀνατεινόμενον ἐπικείμενοσ καὶ στόμα κεχηνὸσ πάμμεγα ὡσ καταπιόμενοσ τοὺσ θεατάσ. (Lucian, De saltatione, (no name) 27:1)
(루키아노스, De saltatione, (no name) 27:1)
- χωρὶσ δὲ οἵ τε πλούσιοι καὶ τοκογλύφοι προσῄεσαν ὠχροὶ καὶ προγάστορεσ καὶ ποδαγροί, κλοιὸν ἕκαστοσ αὐτῶν καὶ κόρακα διτάλαντον ἐπικείμενοσ. (Lucian, Necyomantia, (no name) 11:4)
(루키아노스, Necyomantia, (no name) 11:4)
- εἰ γοῦν ἐθεάσω τὸν Μαύσωλον αὐτόν, ‐ λέγω δὲ τὸν Κᾶρα, τὸν ἐκ τοῦ τάφου περιβόητον ‐ εὖ οἶδα ὅτι οὐκ ἂν ἐπαύσω γελῶν, οὕτω ταπεινὸσ ἔρριπτο ἐν παραβύστῳ που λανθάνων ἐν τῷ λοιπῷ δήμῳ τῶν νεκρῶν, ἐμοὶ δοκεῖν, τοσοῦτον ἀπολαύων τοῦ μνήματοσ, παρ’ ὅσον ἐβαρύνετο τηλικοῦτον ἄχθοσ ἐπικείμενοσ· (Lucian, Necyomantia, (no name) 17:3)
(루키아노스, Necyomantia, (no name) 17:3)
유의어
-
to be laid upon
-
to be put to or closed
- ἐπικλίνω (두다, 있다, 놓다)
- συντίθημι (닫다, 감다, 감기다)
- καθαιρέω (to put down or close)
- ἀμφιδινέομαι (to be put round, fitted closely round)
- συνερείδω (있다, 돌보다, 함께하다)
- συλλαμβάνω (한데 모으다, 합치다)
- προστίθημι (앞으로 던지다, 노출시키다, 드러내다)
- προσβάλλω (끼다, 집어넣다)
- περιάγω (연기하다, 미루다)
- παρωθέω (연기하다, 미루다)
- ἐκποιέω (내놓다, 내다)
- ἐφίημι (두다, 있다, 놓다)
- ἐξαποδύνω (연기하다, 미루다)
-
to be placed in or on
-
몰아대다
- ἐνέχω (몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다)
- πρόσκειμαι (몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다)
- ἔγκειμαι (몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다)
- ἐπιπιέζω (몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다)
- ἐπείγω (누르다, 다그치다, 짜다)
- κατασπέρχω (서두르다, 가속하다)
-
~위에 걸다
파생어
- ἀμφίκειμαι (to lie round, locked in, lies close)
- ἀνάκειμαι (설치하다, 두다, )
- ἀντίκειμαι (to be set over against, lie opposite, by way of opposition)
- ἀπόκειμαι (저장하다, 비축하다, 보존하다)
- διάκειμαι (있다, 있으시다, ~에 접촉해 있다)
- ἐγκατάκειμαι (자다, 주무시다, 잠자다)
- ἔγκειμαι ( , ~에 속하다, 관계되어 있다)
- εἴσκειμαι (to be put on board ship)
- ἔκκειμαι (to be cast out or exposed, to be set up in public, posted up)
- ἐναπόκειμαι (to be stored up in)
- ἐπανάκειμαι (to be imposed upon)
- κατάκειμαι (눕다, 위치하다, 거짓말하다)
- κεῖμαι (위치하다, 쉬다, 휴식하다)
- παρακατάκειμαι (옆에 눕다, 인접하다)
- παράκειμαι (출석하다, 제공하다, 바치다)
- περίκειμαι (돌다, 둘레에 눕다, 둘러가다)
- προκατάκειμαι (to lie down before)
- πρόκειμαι (죽어 쓰러지다, 앞에 놓다, 선언하다)
- προσεπίκειμαι (to be urgent besides)
- πρόσκειμαι (~에 가깝다, 근처에 있다, 거치적거리다)
- προυπόκειμαι (to be mortgaged before)
- συγκατάκειμαι (to lie with or together)
- σύγκειμαι (마련되다)
- συνανάκειμαι (to recline together at table)
- συνεπίκειμαι (to join in attacking)
- ὑπέκκειμαι (to be carried out to a place of safety, to be stowed safe away)
- ὑπερκατάκειμαι (to lie or sit above)
- ὑπέρκειμαι (to lie or be situate above, to be postponed)
- ὑπόκειμαι (아래에 눕다)