헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιβιβάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιβιβάζω

형태분석: ἐπι (접두사) + βιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두다, 놓다, 놓이다
  1. to put, upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβιβάζω

(나는) 둔다

ἐπιβιβάζεις

(너는) 둔다

ἐπιβιβάζει

(그는) 둔다

쌍수 ἐπιβιβάζετον

(너희 둘은) 둔다

ἐπιβιβάζετον

(그 둘은) 둔다

복수 ἐπιβιβάζομεν

(우리는) 둔다

ἐπιβιβάζετε

(너희는) 둔다

ἐπιβιβάζουσιν*

(그들은) 둔다

접속법단수 ἐπιβιβάζω

(나는) 두자

ἐπιβιβάζῃς

(너는) 두자

ἐπιβιβάζῃ

(그는) 두자

쌍수 ἐπιβιβάζητον

(너희 둘은) 두자

ἐπιβιβάζητον

(그 둘은) 두자

복수 ἐπιβιβάζωμεν

(우리는) 두자

ἐπιβιβάζητε

(너희는) 두자

ἐπιβιβάζωσιν*

(그들은) 두자

기원법단수 ἐπιβιβάζοιμι

(나는) 두기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοις

(너는) 두기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοι

(그는) 두기를 (바라다)

쌍수 ἐπιβιβάζοιτον

(너희 둘은) 두기를 (바라다)

ἐπιβιβαζοίτην

(그 둘은) 두기를 (바라다)

복수 ἐπιβιβάζοιμεν

(우리는) 두기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοιτε

(너희는) 두기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοιεν

(그들은) 두기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιβίβαζε

(너는) 두어라

ἐπιβιβαζέτω

(그는) 두어라

쌍수 ἐπιβιβάζετον

(너희 둘은) 두어라

ἐπιβιβαζέτων

(그 둘은) 두어라

복수 ἐπιβιβάζετε

(너희는) 두어라

ἐπιβιβαζόντων, ἐπιβιβαζέτωσαν

(그들은) 두어라

부정사 ἐπιβιβάζειν

두는 것

분사 남성여성중성
ἐπιβιβαζων

ἐπιβιβαζοντος

ἐπιβιβαζουσα

ἐπιβιβαζουσης

ἐπιβιβαζον

ἐπιβιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβιβάζομαι

(나는) 둬진다

ἐπιβιβάζει, ἐπιβιβάζῃ

(너는) 둬진다

ἐπιβιβάζεται

(그는) 둬진다

쌍수 ἐπιβιβάζεσθον

(너희 둘은) 둬진다

ἐπιβιβάζεσθον

(그 둘은) 둬진다

복수 ἐπιβιβαζόμεθα

(우리는) 둬진다

ἐπιβιβάζεσθε

(너희는) 둬진다

ἐπιβιβάζονται

(그들은) 둬진다

접속법단수 ἐπιβιβάζωμαι

(나는) 둬지자

ἐπιβιβάζῃ

(너는) 둬지자

ἐπιβιβάζηται

(그는) 둬지자

쌍수 ἐπιβιβάζησθον

(너희 둘은) 둬지자

ἐπιβιβάζησθον

(그 둘은) 둬지자

복수 ἐπιβιβαζώμεθα

(우리는) 둬지자

ἐπιβιβάζησθε

(너희는) 둬지자

ἐπιβιβάζωνται

(그들은) 둬지자

기원법단수 ἐπιβιβαζοίμην

(나는) 둬지기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοιο

(너는) 둬지기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοιτο

(그는) 둬지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιβιβάζοισθον

(너희 둘은) 둬지기를 (바라다)

ἐπιβιβαζοίσθην

(그 둘은) 둬지기를 (바라다)

복수 ἐπιβιβαζοίμεθα

(우리는) 둬지기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοισθε

(너희는) 둬지기를 (바라다)

ἐπιβιβάζοιντο

(그들은) 둬지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιβιβάζου

(너는) 둬져라

ἐπιβιβαζέσθω

(그는) 둬져라

쌍수 ἐπιβιβάζεσθον

(너희 둘은) 둬져라

ἐπιβιβαζέσθων

(그 둘은) 둬져라

복수 ἐπιβιβάζεσθε

(너희는) 둬져라

ἐπιβιβαζέσθων, ἐπιβιβαζέσθωσαν

(그들은) 둬져라

부정사 ἐπιβιβάζεσθαι

둬지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιβιβαζομενος

ἐπιβιβαζομενου

ἐπιβιβαζομενη

ἐπιβιβαζομενης

ἐπιβιβαζομενον

ἐπιβιβαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεβίβαζον

(나는) 두고 있었다

ἐπεβίβαζες

(너는) 두고 있었다

ἐπεβίβαζεν*

(그는) 두고 있었다

쌍수 ἐπεβιβάζετον

(너희 둘은) 두고 있었다

ἐπεβιβαζέτην

(그 둘은) 두고 있었다

복수 ἐπεβιβάζομεν

(우리는) 두고 있었다

ἐπεβιβάζετε

(너희는) 두고 있었다

ἐπεβίβαζον

(그들은) 두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεβιβαζόμην

(나는) 둬지고 있었다

ἐπεβιβάζου

(너는) 둬지고 있었다

ἐπεβιβάζετο

(그는) 둬지고 있었다

쌍수 ἐπεβιβάζεσθον

(너희 둘은) 둬지고 있었다

ἐπεβιβαζέσθην

(그 둘은) 둬지고 있었다

복수 ἐπεβιβαζόμεθα

(우리는) 둬지고 있었다

ἐπεβιβάζεσθε

(너희는) 둬지고 있었다

ἐπεβιβάζοντο

(그들은) 둬지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ τρὶσ ἐκεῖνοι καὶ πολλάκισ εὐδαίμονεσ, οἳ τὴν μόνην τῷ γένει τῷ τῶν ἀνθρώπων ἀποδοθεῖσαν ἀθανασίαν ἐν σοὶ καρπούμενοι, καὶ μετὰ τῆσ μνήμησ τῆσ ἑαυτῶν κλῆρόν σοι μεγαλοπρεπέστερον τῶν ὑπό τε γῆν καὶ περὶ γῆν θησαυρῶν καταλιπόντεσ τὴν ἑαυτῶν δόξαν, ἧσ ἐπιβιβάζει σε τὰ νῦν ἀσφαλῶσ θεὸσ αὐτὸσ ἐπιστὰσ αὐτὸν αἰτήσασ ὅσον αὐτόσ τε ἐβούλετο καὶ τοῦ γένουσ ἡ πρόσθεν ἀπῄτει τάξισ. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:6)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:6)

유의어

  1. 두다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION