Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπήρατος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπήρατος ἐπήρατον

Structure: ἐπηρατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)ra/w

Sense

  1. lovely, charming

Examples

  • οὔτε τρυγηφόροσ ἥδε γ’ ἐπήρατοσ οὔτ’ εὐλείμων, ὥστ’ ἀπό τ’ εὖ ζώειν καὶ ἅμ’ ἀνθρώποισιν ὀπάζειν. (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 36:5)
  • μέζων δ’ αὖ κατὰ γαῖαν ἐπήρατοσ ἔπλετο φῆμισ παρθενικῆσ γλαυκῶν πλησαμένῃ χαρίτων. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 112)
  • ἵστατο δ’ Ἑρμαφρόδιτοσ ἐπήρατοσ, οὔθ’ ὅλοσ ἀνήρ, οὐδὲ γυνή· (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 19:3)
  • Βρασίδασ, Ἰσάνωρ, Σωστρατίδασ, Ἔξαρχοσ, Ἀγησίστρατοσ, Ἀγγενίδασ, Ὀνομακλῆσ, Ζεύξιπποσ, Πιτύασ, Πλειστόλασ, Κλεινόμαχοσ, Ἴλαρχοσ, Λέων, Χαιρίλασ, Πατησιάδασ, Κλεοσθένησ, Λυκάριοσ, Ἐπήρατοσ, Ὀνομάντιοσ, Ἀλεξιππίδασ, Μισγολαί̈δασ, Ἰσίασ, Ἄρακοσ, Εὐάρχιπποσ, Παντακλῆσ, Πιτύασ, Ἀρχύτασ, Εὔδιοσ, ἐφ’ οὗ Λύσανδροσ πράξασ τὰ εἰρημένα οἴκαδε κατέπλευσεν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 3 14:1)
  • αἰγίβοτοσ, καὶ μᾶλλον ἐπήρατοσ ἱπποβότοιο. (Homer, Odyssey, Book 4 64:11)

Synonyms

  1. lovely

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION