Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔντεχνος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔντεχνος ἔντεχνον

Structure: ἐντεχν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/xnh

Sense

  1. within the province of art, artificial, artistic

Examples

  • τοιγαροῦν ὥσπερ δυσέρωτασ αὐτοὺσ καὶ κακοδαίμονασ ἐραστὰσ ἔντεχνοί τινεσ καὶ τρίβωνεσ ἐρώμενοι παραλαβόντεσ ὑπεροπτικῶσ περιέπουσιν, ὅπωσ ἀεὶ ἐρασθήσονται αὐτῶν θεραπεύοντεσ, ἀπολαῦσαι δὲ τῶν παιδικῶν ἀλλ’ οὐδὲ μέχρι φιλήματοσ ἄκρου μεταδιδόντεσ· (Lucian, De mercede, (no name) 7:3)
  • τῶν δὲ πίστεων αἱ μὲν ἄτεχνοί εἰσιν αἱ δ’ ἔντεχνοι. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 2 2:1)
  • εἰ δ’ ἔντεχνοι, τοῦτο οὐκ ἔστιν ἔτι μίμημα ἀλλ’ αὐτὸ τὸ ἀληθέστατον ἐκεῖνο; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 263:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION