- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔμπληκτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: emplēktos 고전 발음: [렉:또] 신약 발음: [렉또]

기본형: ἔμπληκτος ἔμπληκτον

형태분석: ἐμπληκτ (어간) + ος (어미)

  1. 입은, 감각이 없는, 대경 실색한, 의식을 잃은
  2. 불안정한, 흔들리는, 불규칙한
  1. stunned, amazed, stupefied
  2. unstable, capricious
  3. rashly;, startling

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἔμπληκτος

입은 (이)가

ἔμπληκτον

입은 (것)가

속격 ἐμπλήκτου

입은 (이)의

ἐμπλήκτου

입은 (것)의

여격 ἐμπλήκτῳ

입은 (이)에게

ἐμπλήκτῳ

입은 (것)에게

대격 ἔμπληκτον

입은 (이)를

ἔμπληκτον

입은 (것)를

호격 ἔμπληκτε

입은 (이)야

ἔμπληκτον

입은 (것)야

쌍수주/대/호 ἐμπλήκτω

입은 (이)들이

ἐμπλήκτω

입은 (것)들이

속/여 ἐμπλήκτοιν

입은 (이)들의

ἐμπλήκτοιν

입은 (것)들의

복수주격 ἔμπληκτοι

입은 (이)들이

ἔμπληκτα

입은 (것)들이

속격 ἐμπλήκτων

입은 (이)들의

ἐμπλήκτων

입은 (것)들의

여격 ἐμπλήκτοις

입은 (이)들에게

ἐμπλήκτοις

입은 (것)들에게

대격 ἐμπλήκτους

입은 (이)들을

ἔμπληκτα

입은 (것)들을

호격 ἔμπληκτοι

입은 (이)들아

ἔμπληκτα

입은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω δὲ τοῦ Κίννα τελευτήσαντος ἐδέξατο μὲν τὰ πράγματα καὶ συνεῖχε Κάρβων ἐμπληκτότερος ἐκείνου τύραννος, ἐπῄει δὲ Σύλλας τοῖς πλείστοις ποθεινός, ὑπὸ τῶν παρόντων κακῶν οὐδὲ δεσπότου μεταβολὴν μικρὸν ἡγουμένοις ἀγαθόν, εἰς τοῦτο προήγαγον αἱ συμφοραὶ τὴν πόλιν, ὡς δουλείαν ἐπιεικεστέραν ζητεῖν ἀπογνώσει τῆς ἐλευθερίας. (Plutarch, Pompey, chapter 5 2:3)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 5 2:3)

유의어

  1. 불안정한

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION