ἐμπλέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐμπλέω
ἐμπλεύσομαι
형태분석:
ἐμ
(접두사)
+
πλέϝ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "ἡ δὲ θεὸσ προσφιλὴσ γὰρ τοῖσ Ναυκρατίταισ ἦν αἰφνίδιον ἐποίησε πάντα τὰ παρακείμενα αὐτῇ μυρρίνησ χλωρᾶσ πλήρη ὀδμῆσ τε ἡδίστησ ἐπλήρωσεν τὴν ναῦν ἤδη ἀπειρηκόσι τοῖσ ἐμπλέουσιν τὴν σωτηρίαν διὰ τὴν πολλὴν ναυτίαν γενομένου τε ἐμέτου πολλοῦ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 184)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 184)
- ἐπειδὰν γὰρ ξηράνωσι τὴν κολόκυνθαν, κοιλάναντεσ αὐτὴν καὶ ἐξελόντεσ τὴν ἐντεριώνην ἐμπλέουσιν, ἱστοῖσ μὲν χρώμενοι καλαμίνοισ, ἀντὶ δὲ τῆσ ὀθόνησ τῷ φύλλῳ τῆσ κολοκύνθησ. (Lucian, Verae Historiae, book 2 37:6)
(루키아노스, Verae Historiae, book 2 37:6)
- ἔγωγ’ οὖν ἤκουσα τοῦτο δὴ τὸ τοῦ Δημοσθένουσ, ἀνδρὸσ οὐδαμῶσ οἱού τε ψεύδεσθαι, Δίωνοσ ἑταίρου ἡμετέρου καὶ πραγμάτων καὶ λόγων ἐμπείρου, ὃσ ἔφη πλεῖν ἐπ’ Αἰγύπτου θέρουσ ὡρ́ᾳ, καὶ γῆν οὔπω φαίνεσθαι, ἀλλ’ ἀπέχειν ὅσον μηδὲ τεκμήρασθαι, τοὺσ δὲ ναύτασ ἀρύσασθαι, εἴτ’ οὖν ἐπεῖξαν εἴτε καὶ ἄλλωσ βουλομένουσ ἐπιδεῖξαι τοῖσ ἐμπλέουσιν ὕδωρ καθαρὸν καὶ πότιμον ἐκ πολλοῦ κάτωθεν· (Aristides, Aelius, Orationes, 3:15)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 3:15)
파생어
- ἀναπλέω (to sail up, to go up stream, to put out to sea)
- ἀντεκπλέω (to sail out against)
- ἀντιπαραπλέω (to sail along on the other side)
- ἀντιπεριπλέω (to sail round on the other side)
- ἀντιπλέω (to sail against)
- ἀποπλέω (to sail away, sail off)
- διαπλέω (만들다, 하다, 제작하다)
- διεκπλέω (to sail out through, to sail out, to break the enemy's line by sailing through it)
- εἰσπλέω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐκπεριπλέω (to sail out round)
- ἐκπλέω (나가다, 사귀다)
- ἐπαναπλέω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- ἐπεισπλέω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπιπλέω (to sail upon or over, to sail against, to attack by sea)
- καταπλέω (끼다, 집어넣다, 담기다)
- παραπλέω (to sail by or past, sailed past or through, sailing past)
- περιπλέω (to sail or swim round, of many voyages)
- πλέω (항해하다, 달리다, 뜨다)
- προσπλέω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)