헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσέρπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσέρπω εἰσείρπυσα

형태분석: εἰς (접두사) + έ̔ρπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 들어가다, 입장하다
  1. to go into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέρπω

(나는) 들어간다

εἰσέρπεις

(너는) 들어간다

εἰσέρπει

(그는) 들어간다

쌍수 εἰσέρπετον

(너희 둘은) 들어간다

εἰσέρπετον

(그 둘은) 들어간다

복수 εἰσέρπομεν

(우리는) 들어간다

εἰσέρπετε

(너희는) 들어간다

εἰσέρπουσιν*

(그들은) 들어간다

접속법단수 εἰσέρπω

(나는) 들어가자

εἰσέρπῃς

(너는) 들어가자

εἰσέρπῃ

(그는) 들어가자

쌍수 εἰσέρπητον

(너희 둘은) 들어가자

εἰσέρπητον

(그 둘은) 들어가자

복수 εἰσέρπωμεν

(우리는) 들어가자

εἰσέρπητε

(너희는) 들어가자

εἰσέρπωσιν*

(그들은) 들어가자

기원법단수 εἰσέρποιμι

(나는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρποις

(너는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρποι

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 εἰσέρποιτον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

εἰσερποίτην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 εἰσέρποιμεν

(우리는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρποιτε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρποιεν

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 εἰσέρπε

(너는) 들어가라

εἰσερπέτω

(그는) 들어가라

쌍수 εἰσέρπετον

(너희 둘은) 들어가라

εἰσερπέτων

(그 둘은) 들어가라

복수 εἰσέρπετε

(너희는) 들어가라

εἰσερπόντων, εἰσερπέτωσαν

(그들은) 들어가라

부정사 εἰσέρπειν

들어가는 것

분사 남성여성중성
εἰσερπων

εἰσερποντος

εἰσερπουσα

εἰσερπουσης

εἰσερπον

εἰσερποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέρπομαι

(나는) 들어가여진다

εἰσέρπει, εἰσέρπῃ

(너는) 들어가여진다

εἰσέρπεται

(그는) 들어가여진다

쌍수 εἰσέρπεσθον

(너희 둘은) 들어가여진다

εἰσέρπεσθον

(그 둘은) 들어가여진다

복수 εἰσερπόμεθα

(우리는) 들어가여진다

εἰσέρπεσθε

(너희는) 들어가여진다

εἰσέρπονται

(그들은) 들어가여진다

접속법단수 εἰσέρπωμαι

(나는) 들어가여지자

εἰσέρπῃ

(너는) 들어가여지자

εἰσέρπηται

(그는) 들어가여지자

쌍수 εἰσέρπησθον

(너희 둘은) 들어가여지자

εἰσέρπησθον

(그 둘은) 들어가여지자

복수 εἰσερπώμεθα

(우리는) 들어가여지자

εἰσέρπησθε

(너희는) 들어가여지자

εἰσέρπωνται

(그들은) 들어가여지자

기원법단수 εἰσερποίμην

(나는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσέρποιο

(너는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσέρποιτο

(그는) 들어가여지기를 (바라다)

쌍수 εἰσέρποισθον

(너희 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσερποίσθην

(그 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

복수 εἰσερποίμεθα

(우리는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσέρποισθε

(너희는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσέρποιντο

(그들은) 들어가여지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσέρπου

(너는) 들어가여져라

εἰσερπέσθω

(그는) 들어가여져라

쌍수 εἰσέρπεσθον

(너희 둘은) 들어가여져라

εἰσερπέσθων

(그 둘은) 들어가여져라

복수 εἰσέρπεσθε

(너희는) 들어가여져라

εἰσερπέσθων, εἰσερπέσθωσαν

(그들은) 들어가여져라

부정사 εἰσέρπεσθαι

들어가여지는 것

분사 남성여성중성
εἰσερπομενος

εἰσερπομενου

εἰσερπομενη

εἰσερπομενης

εἰσερπομενον

εἰσερπομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εί̓σειρπον

(나는) 들어가고 있었다

εί̓σειρπες

(너는) 들어가고 있었다

εί̓σειρπεν*

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 εἰσεῖρπετον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

εἰσείρπετην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 εἰσεῖρπομεν

(우리는) 들어가고 있었다

εἰσεῖρπετε

(너희는) 들어가고 있었다

εί̓σειρπον

(그들은) 들어가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσείρπομην

(나는) 들어가여지고 있었다

εἰσεῖρπου

(너는) 들어가여지고 있었다

εἰσεῖρπετο

(그는) 들어가여지고 있었다

쌍수 εἰσεῖρπεσθον

(너희 둘은) 들어가여지고 있었다

εἰσείρπεσθην

(그 둘은) 들어가여지고 있었다

복수 εἰσείρπομεθα

(우리는) 들어가여지고 있었다

εἰσεῖρπεσθε

(너희는) 들어가여지고 있었다

εἰσεῖρποντο

(그들은) 들어가여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσείρπυσαα

(나는) 들어갔다

εἰσείρπυσαας

(너는) 들어갔다

εἰσείρπυσᾱν*

(그는) 들어갔다

쌍수 εἰσειρπῦσαατον

(너희 둘은) 들어갔다

εἰσειρπύσαατην

(그 둘은) 들어갔다

복수 εἰσειρπῦσααμεν

(우리는) 들어갔다

εἰσειρπῦσαατε

(너희는) 들어갔다

εἰσείρπυσααν

(그들은) 들어갔다

접속법단수 εἰσερπύσω

(나는) 들어갔자

εἰσερπύσῃς

(너는) 들어갔자

εἰσερπύσῃ

(그는) 들어갔자

쌍수 εἰσερπύσητον

(너희 둘은) 들어갔자

εἰσερπύσητον

(그 둘은) 들어갔자

복수 εἰσερπύσωμεν

(우리는) 들어갔자

εἰσερπύσητε

(너희는) 들어갔자

εἰσερπύσωσιν*

(그들은) 들어갔자

기원법단수 εἰσερπυσάαιμι

(나는) 들어갔기를 (바라다)

εἰσερπυσάαις

(너는) 들어갔기를 (바라다)

εἰσερπυσάαι

(그는) 들어갔기를 (바라다)

쌍수 εἰσερπυσάαιτον

(너희 둘은) 들어갔기를 (바라다)

εἰσερπυσααίτην

(그 둘은) 들어갔기를 (바라다)

복수 εἰσερπυσάαιμεν

(우리는) 들어갔기를 (바라다)

εἰσερπυσάαιτε

(너희는) 들어갔기를 (바라다)

εἰσερπυσάαιεν

(그들은) 들어갔기를 (바라다)

명령법단수 εἰσερπῦσων

(너는) 들어갔어라

εἰσερπυσαάτω

(그는) 들어갔어라

쌍수 εἰσερπυσάατον

(너희 둘은) 들어갔어라

εἰσερπυσαάτων

(그 둘은) 들어갔어라

복수 εἰσερπυσάατε

(너희는) 들어갔어라

εἰσερπυσαάντων

(그들은) 들어갔어라

부정사 εἰσερπυσάαι

들어갔는 것

분사 남성여성중성
εἰσερπυσαᾱς

εἰσερπυσααντος

εἰσερπυσαᾱσα

εἰσερπυσαᾱσης

εἰσερπυσααν

εἰσερπυσααντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσειρπύσααμην

(나는) 들어가여졌다

εἰσειρπῦσω

(너는) 들어가여졌다

εἰσειρπῦσαατο

(그는) 들어가여졌다

쌍수 εἰσειρπῦσαασθον

(너희 둘은) 들어가여졌다

εἰσειρπύσαασθην

(그 둘은) 들어가여졌다

복수 εἰσειρπύσααμεθα

(우리는) 들어가여졌다

εἰσειρπῦσαασθε

(너희는) 들어가여졌다

εἰσειρπῦσααντο

(그들은) 들어가여졌다

접속법단수 εἰσερπύσωμαι

(나는) 들어가여졌자

εἰσερπύσῃ

(너는) 들어가여졌자

εἰσερπύσηται

(그는) 들어가여졌자

쌍수 εἰσερπύσησθον

(너희 둘은) 들어가여졌자

εἰσερπύσησθον

(그 둘은) 들어가여졌자

복수 εἰσερπυσώμεθα

(우리는) 들어가여졌자

εἰσερπύσησθε

(너희는) 들어가여졌자

εἰσερπύσωνται

(그들은) 들어가여졌자

기원법단수 εἰσερπυσααίμην

(나는) 들어가여졌기를 (바라다)

εἰσερπυσάαιο

(너는) 들어가여졌기를 (바라다)

εἰσερπυσάαιτο

(그는) 들어가여졌기를 (바라다)

쌍수 εἰσερπυσάαισθον

(너희 둘은) 들어가여졌기를 (바라다)

εἰσερπυσααίσθην

(그 둘은) 들어가여졌기를 (바라다)

복수 εἰσερπυσααίμεθα

(우리는) 들어가여졌기를 (바라다)

εἰσερπυσάαισθε

(너희는) 들어가여졌기를 (바라다)

εἰσερπυσάαιντο

(그들은) 들어가여졌기를 (바라다)

명령법단수 εἰσερπύσααι

(너는) 들어가여졌어라

εἰσερπυσαάσθω

(그는) 들어가여졌어라

쌍수 εἰσερπυσάασθον

(너희 둘은) 들어가여졌어라

εἰσερπυσαάσθων

(그 둘은) 들어가여졌어라

복수 εἰσερπυσάασθε

(너희는) 들어가여졌어라

εἰσερπυσαάσθων

(그들은) 들어가여졌어라

부정사 εἰσερπύσᾱσθαι

들어가여졌는 것

분사 남성여성중성
εἰσερπυσααμενος

εἰσερπυσααμενου

εἰσερπυσααμενη

εἰσερπυσααμενης

εἰσερπυσααμενον

εἰσερπυσααμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 들어가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION