Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγκύκλιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐγκύκλιος ἐγκύκλιον

Structure: ἐγκυκλι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ku/klos

Sense

  1. circular, rounded, round
  2. revolving in a cycle, periodical, ordinary

Examples

  • οἱ δὲ πρὸ τούτου πάντεσ ἐξ ἱππέων καὶ πεντακοσιομεδίμνων ἦσαν οἱ <δὲ> ζευγῖται τὰσ ἐγκυκλίουσ ἦρχον, εἰ μή τι παρεωρᾶτο τῶν ἐν τοῖσ νόμοισ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 26 2:2)
  • "τοὺσ ἐγκυκλίουσ περὶ μουσικῆσ λόγουσ, ἀγαθὲ διδάσκαλε. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 42 6:2)
  • προσκρούομεν οἷσ πλεῖστα προσχρώμεθα πρὸσ τὰσ διακονίασ τὰσ ἐγκυκλίουσ. (Aristotle, Politics, Book 2 59:1)
  • πόσοι δή ποτ’ εἰσὶν οἱ κατ’ ἐνιαυτὸν τὰσ ἐγκυκλίουσ λῃτουργίασ λῃτουργοῦντεσ, χορηγοὶ καὶ γυμνασίαρχοι καὶ ἑστιάτορεσ; (Demosthenes, Speeches 11-20, 29:7)
  • τὰ γὰρ φυσικὰ καὶ τὰ ἠθικὰ <ἤσκητο>, ἀλλὰ καὶ τὰ μαθηματικὰ καὶ τοὺσ ἐγκυκλίουσ λόγουσ καὶ περὶ τεχνῶν πᾶσαν εἶχεν ἐμπειρίαν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. z'. DHMOKRITOS 4:1)

Synonyms

  1. circular

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION