Ancient Greek-English Dictionary Language

τροχοειδής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τροχοειδής τροχοειδές

Structure: τροχοειδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. round, circular
  2. whorled

Examples

  • ἐκ μὲν οὖν τῆσ περιφερείασ ἐτύμωσ Φιάλη καλεῖται τροχοειδὴσ οὖσα λίμνη, μένει δ’ ἐπὶ χείλουσ αὐτῆσ ἀεὶ τὸ ὕδωρ μήθ’ ὑπονοστοῦν μήθ’ ὑπερχεόμενον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 606:1)
  • καὶ ἐν τῷ τεμένεϊ ὀβελοὶ ἑστᾶσι μεγάλοι λίθινοι, λίμνη τε ἐστὶ ἐχομένη λιθίνῃ κρηπῖδι κεκοσμημένη καὶ ἐργασμένη εὖ κύκλῳ καὶ μέγαθοσ, ὡσ ἐμοὶ ἐδόκεε, ὅση περ ἡ ἐν Δήλῳ ἡ τροχοειδὴσ καλεομένη. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 170 3:1)

Synonyms

  1. round

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION