- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τροχοειδής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: trochoeidēs 고전 발음: [로코에데:] 신약 발음: [로코이데]

기본형: τροχοειδής τροχοειδές

형태분석: τροχοειδη (어간) + ς (어미)

어원: εἶδος

  1. 둥근, 윤형, 고리 모양의
  1. round, circular
  2. whorled

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 τροχοειδής

둥근 (이)가

τροχόειδες

둥근 (것)가

속격 τροχοειδούς

둥근 (이)의

τροχοείδους

둥근 (것)의

여격 τροχοειδεί

둥근 (이)에게

τροχοείδει

둥근 (것)에게

대격 τροχοειδή

둥근 (이)를

τροχόειδες

둥근 (것)를

호격 τροχοειδές

둥근 (이)야

τροχόειδες

둥근 (것)야

쌍수주/대/호 τροχοειδεί

둥근 (이)들이

τροχοείδει

둥근 (것)들이

속/여 τροχοειδοίν

둥근 (이)들의

τροχοείδοιν

둥근 (것)들의

복수주격 τροχοειδείς

둥근 (이)들이

τροχοείδη

둥근 (것)들이

속격 τροχοειδών

둥근 (이)들의

τροχοείδων

둥근 (것)들의

여격 τροχοειδέσι(ν)

둥근 (이)들에게

τροχοείδεσι(ν)

둥근 (것)들에게

대격 τροχοειδείς

둥근 (이)들을

τροχοείδη

둥근 (것)들을

호격 τροχοειδείς

둥근 (이)들아

τροχοείδη

둥근 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκ μὲν οὖν τῆς περιφερείας ἐτύμως Φιάλη καλεῖται τροχοειδὴς οὖσα λίμνη, μένει δ ἐπὶ χείλους αὐτῆς ἀεὶ τὸ ὕδωρ μήθ ὑπονοστοῦν μήθ ὑπερχεόμενον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 606:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 606:1)

  • καὶ ἐν τῷ τεμένεϊ ὀβελοὶ ἑστᾶσι μεγάλοι λίθινοι, λίμνη τε ἐστὶ ἐχομένη λιθίνῃ κρηπῖδι κεκοσμημένη καὶ ἐργασμένη εὖ κύκλῳ καὶ μέγαθος, ὡς ἐμοὶ ἐδόκεε, ὅση περ ἡ ἐν Δήλῳ ἡ τροχοειδὴς καλεομένη. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 170 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 170 3:1)

유의어

  1. 둥근

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION