- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περίτροχος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: peritrochos 고전 발음: [뻬리로코] 신약 발음: [빼리로코]

기본형: περίτροχος περίτροχον

형태분석: περιτροχ (어간) + ος (어미)

  1. 둥근, 윤형, 고리 모양의
  1. circular, round

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 περίτροχος

둥근 (이)가

περίτροχον

둥근 (것)가

속격 περιτρόχου

둥근 (이)의

περιτρόχου

둥근 (것)의

여격 περιτρόχῳ

둥근 (이)에게

περιτρόχῳ

둥근 (것)에게

대격 περίτροχον

둥근 (이)를

περίτροχον

둥근 (것)를

호격 περίτροχε

둥근 (이)야

περίτροχον

둥근 (것)야

쌍수주/대/호 περιτρόχω

둥근 (이)들이

περιτρόχω

둥근 (것)들이

속/여 περιτρόχοιν

둥근 (이)들의

περιτρόχοιν

둥근 (것)들의

복수주격 περίτροχοι

둥근 (이)들이

περίτροχα

둥근 (것)들이

속격 περιτρόχων

둥근 (이)들의

περιτρόχων

둥근 (것)들의

여격 περιτρόχοις

둥근 (이)들에게

περιτρόχοις

둥근 (것)들에게

대격 περιτρόχους

둥근 (이)들을

περίτροχα

둥근 (것)들을

호격 περίτροχοι

둥근 (이)들아

περίτροχα

둥근 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • χρυσείην δ ἐπὶ κρατὶ κόρυν θέτο τετραφάληρον, λαμπομένην οἱό῀ν τε περίτροχον ἔπλετο φέγγος ἠελίου, ὅτε πρῶτον ἀνέρχεται Ὠκεανοῖο. (Apollodorus, Argonautica, book 3 20:22)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 3 20:22)

  • τοῖο δ ἄνευθεν ἐόντος ὁμοκλητῆρος ἀκούσας ἔγνω, φράσσατο δ ἵππον ἀριπρεπέα προὔχοντα, ὃς τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν, ἐν δὲ μετώπῳ λευκὸν σῆμα τέτυκτο περίτροχον ἠΰτε μήνη. (Homer, Iliad, Book 23 41:5)

    (호메로스, 일리아스, Book 23 41:5)

유의어

  1. 둥근

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION