헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τροχοειδής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τροχοειδής τροχοειδές

형태분석: τροχοειδη (어간) + ς (어미)

어원: ei)=dos

  1. 둥근, 윤형, 고리 모양의
  1. round, circular
  2. whorled

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 τροχοειδής

둥근 (이)가

τροχόειδες

둥근 (것)가

속격 τροχοειδούς

둥근 (이)의

τροχοείδους

둥근 (것)의

여격 τροχοειδεί

둥근 (이)에게

τροχοείδει

둥근 (것)에게

대격 τροχοειδή

둥근 (이)를

τροχόειδες

둥근 (것)를

호격 τροχοειδές

둥근 (이)야

τροχόειδες

둥근 (것)야

쌍수주/대/호 τροχοειδεί

둥근 (이)들이

τροχοείδει

둥근 (것)들이

속/여 τροχοειδοίν

둥근 (이)들의

τροχοείδοιν

둥근 (것)들의

복수주격 τροχοειδείς

둥근 (이)들이

τροχοείδη

둥근 (것)들이

속격 τροχοειδών

둥근 (이)들의

τροχοείδων

둥근 (것)들의

여격 τροχοειδέσιν*

둥근 (이)들에게

τροχοείδεσιν*

둥근 (것)들에게

대격 τροχοειδείς

둥근 (이)들을

τροχοείδη

둥근 (것)들을

호격 τροχοειδείς

둥근 (이)들아

τροχοείδη

둥근 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Φοῖβε ἄναξ, ὅτε μέν σε θεὰ τέκε πότνια Λητώ, φοίνικοσ ῥαδινῇσ χερσὶν ἐφαψαμένη, ἀθανάτων κάλλιστον, ἐπὶ τροχοειδέϊ λίμνῃ, πᾶσα μὲν ἐπλήσθη Δῆλοσ ἀπειρεσίη ὀδμῆσ ἀμβροσίησ, ἐγέλασσε δὲ γαῖα πελώρη γήθησεν δὲ βαθὺσ πόντοσ ἁλὸσ πολιῆσ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-13893)

    (작자 미상, 비가, , 1386-13893)

유의어

  1. 둥근

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION