ἐγκρίνω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐγκρίνω
ἐγκρινῶ
형태분석:
ἐγ
(접두사)
+
κρίν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 받아들이다, 받다, 승인하다, 수용하다
- to reckon in or among
- to admit as elected, to admit, accept
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τοὺσ μὲν οὖν τῆσ ὡρ́ασ ἐπιθυμοῦντασ ἀπελαύνειν προσῆκε, τοὺσ δὲ τῆσ ψυχῆσ ἐραστὰσ ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον. (Plutarch, De liberis educandis, section 15 8:1)
(플루타르코스, De liberis educandis, section 15 8:1)
- δοκιμαστὰσ δὲ τούτων ἑλομένουσ τὴν ἐκλογὴν ποιεῖσθαι μὴ νεωτέρουσ πεντήκοντα ἐτῶν, καὶ ὅτι μὲν ἂν ἱκανὸν εἶναι δόξῃ τῶν παλαιῶν ποιημάτων, ἐγκρίνειν, ὅτι δ’ ἂν ἐνδεὲσ ἢ τὸ παράπαν ἀνεπιτήδειον, τὸ μὲν ἀποβάλλεσθαι παντάπασιν, τὸ δ’ ἐπανερόμενον ἐπιρρυθμίζειν, ποιητικοὺσ ἅμα καὶ μουσικοὺσ ἄνδρασ παραλαβόντασ, χρωμένουσ αὐτῶν ταῖσ δυνάμεσιν τῆσ ποιήσεωσ, ταῖσ δὲ ἡδοναῖσ καὶ ἐπιθυμίαισ μὴ ἐπιτρέποντασ ἀλλ’ ἤ τισιν ὀλίγοισ, ἐξηγουμένουσ δὲ τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα, ὅτι μάλιστα ὄρχησίν τε καὶ ᾠδὴν καὶ πᾶσαν χορείαν συστήσασθαι κατὰ τὸν αὐτῶν νοῦν. (Plato, Laws, book 7 88:1)
(플라톤, Laws, book 7 88:1)
- Περὶ τοῦ ἐγκρίνειν τοὺσ ἀρχαίουσ τὴν διαλεκτικὴν σὺν ταῖσ ἀποδείξεσι πρὸσ Ζήνωνα β’. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. z'. XRGSIPPOS 23:12)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. z'. XRGSIPPOS 23:12)
유의어
-
to reckon in or among
-
받아들이다
파생어
- ἀνακρίνω (심문하다, 의심쩍다, 질문하다)
- ἀποκρίνω (나누다, 분할하다, 가르다)
- διακρίνω (속하다, 갈라지다, 나누다)
- ἐκκρίνω (추방하다, 쫓아내다, 내쫓다)
- ἐκπροκρίνω (to choose out)
- ἐπιδιακρίνω (to decide as umpire)
- ἐπικρίνω (정하다, 결정하다, 판단하다)
- καθυποκρίνομαι (to subdue by histrionic arts, to pretend to be)
- κατακρίνω (경멸하다, 판결을 내리다)
- κρίνω (나누다, 분할하다, 분리하다)
- παρακρίνω (to draw up in line opposite, drawn up along)
- προκρίνω (고르다, 선택하다, 선호하다)
- συγκρίνω (비교하다, 평가하다, 측정하다)