헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταλέγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταλέγω καταλέξω

형태분석: κατ (접두사) + ἀλέγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 눕다, 드러눕다, 누워 있다
  2. 선택하다, 고르다, 택하다, 따다, 가리다, 선출하다, 임명하다, 입회시키다
  3. 말하다, 설명하다, 보고하다, 묘사하다
  4. 나열하다, 열거하다
  1. to lay down, to lie down, go to bed
  2. to pick out, choose out, to choose, to enrol, enlist, to choose for himself, to be enlisted or enrolled
  3. to recount, tell at length or in order, which have been recounted
  4. to reckon up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλέγω

(나는) 눕는다

καταλέγεις

(너는) 눕는다

καταλέγει

(그는) 눕는다

쌍수 καταλέγετον

(너희 둘은) 눕는다

καταλέγετον

(그 둘은) 눕는다

복수 καταλέγομεν

(우리는) 눕는다

καταλέγετε

(너희는) 눕는다

καταλέγουσιν*

(그들은) 눕는다

접속법단수 καταλέγω

(나는) 눕자

καταλέγῃς

(너는) 눕자

καταλέγῃ

(그는) 눕자

쌍수 καταλέγητον

(너희 둘은) 눕자

καταλέγητον

(그 둘은) 눕자

복수 καταλέγωμεν

(우리는) 눕자

καταλέγητε

(너희는) 눕자

καταλέγωσιν*

(그들은) 눕자

기원법단수 καταλέγοιμι

(나는) 눕기를 (바라다)

καταλέγοις

(너는) 눕기를 (바라다)

καταλέγοι

(그는) 눕기를 (바라다)

쌍수 καταλέγοιτον

(너희 둘은) 눕기를 (바라다)

καταλεγοίτην

(그 둘은) 눕기를 (바라다)

복수 καταλέγοιμεν

(우리는) 눕기를 (바라다)

καταλέγοιτε

(너희는) 눕기를 (바라다)

καταλέγοιεν

(그들은) 눕기를 (바라다)

명령법단수 κατάλεγε

(너는) 누워라

καταλεγέτω

(그는) 누워라

쌍수 καταλέγετον

(너희 둘은) 누워라

καταλεγέτων

(그 둘은) 누워라

복수 καταλέγετε

(너희는) 누워라

καταλεγόντων, καταλεγέτωσαν

(그들은) 누워라

부정사 καταλέγειν

눕는 것

분사 남성여성중성
καταλεγων

καταλεγοντος

καταλεγουσα

καταλεγουσης

καταλεγον

καταλεγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλέγομαι

(나는) 누워진다

καταλέγει, καταλέγῃ

(너는) 누워진다

καταλέγεται

(그는) 누워진다

쌍수 καταλέγεσθον

(너희 둘은) 누워진다

καταλέγεσθον

(그 둘은) 누워진다

복수 καταλεγόμεθα

(우리는) 누워진다

καταλέγεσθε

(너희는) 누워진다

καταλέγονται

(그들은) 누워진다

접속법단수 καταλέγωμαι

(나는) 누워지자

καταλέγῃ

(너는) 누워지자

καταλέγηται

(그는) 누워지자

쌍수 καταλέγησθον

(너희 둘은) 누워지자

καταλέγησθον

(그 둘은) 누워지자

복수 καταλεγώμεθα

(우리는) 누워지자

καταλέγησθε

(너희는) 누워지자

καταλέγωνται

(그들은) 누워지자

기원법단수 καταλεγοίμην

(나는) 누워지기를 (바라다)

καταλέγοιο

(너는) 누워지기를 (바라다)

καταλέγοιτο

(그는) 누워지기를 (바라다)

쌍수 καταλέγοισθον

(너희 둘은) 누워지기를 (바라다)

καταλεγοίσθην

(그 둘은) 누워지기를 (바라다)

복수 καταλεγοίμεθα

(우리는) 누워지기를 (바라다)

καταλέγοισθε

(너희는) 누워지기를 (바라다)

καταλέγοιντο

(그들은) 누워지기를 (바라다)

명령법단수 καταλέγου

(너는) 누워져라

καταλεγέσθω

(그는) 누워져라

쌍수 καταλέγεσθον

(너희 둘은) 누워져라

καταλεγέσθων

(그 둘은) 누워져라

복수 καταλέγεσθε

(너희는) 누워져라

καταλεγέσθων, καταλεγέσθωσαν

(그들은) 누워져라

부정사 καταλέγεσθαι

누워지는 것

분사 남성여성중성
καταλεγομενος

καταλεγομενου

καταλεγομενη

καταλεγομενης

καταλεγομενον

καταλεγομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλέξω

(나는) 눕겠다

καταλέξεις

(너는) 눕겠다

καταλέξει

(그는) 눕겠다

쌍수 καταλέξετον

(너희 둘은) 눕겠다

καταλέξετον

(그 둘은) 눕겠다

복수 καταλέξομεν

(우리는) 눕겠다

καταλέξετε

(너희는) 눕겠다

καταλέξουσιν*

(그들은) 눕겠다

기원법단수 καταλέξοιμι

(나는) 눕겠기를 (바라다)

καταλέξοις

(너는) 눕겠기를 (바라다)

καταλέξοι

(그는) 눕겠기를 (바라다)

쌍수 καταλέξοιτον

(너희 둘은) 눕겠기를 (바라다)

καταλεξοίτην

(그 둘은) 눕겠기를 (바라다)

복수 καταλέξοιμεν

(우리는) 눕겠기를 (바라다)

καταλέξοιτε

(너희는) 눕겠기를 (바라다)

καταλέξοιεν

(그들은) 눕겠기를 (바라다)

부정사 καταλέξειν

누울 것

분사 남성여성중성
καταλεξων

καταλεξοντος

καταλεξουσα

καταλεξουσης

καταλεξον

καταλεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλέξομαι

(나는) 누워지겠다

καταλέξει, καταλέξῃ

(너는) 누워지겠다

καταλέξεται

(그는) 누워지겠다

쌍수 καταλέξεσθον

(너희 둘은) 누워지겠다

καταλέξεσθον

(그 둘은) 누워지겠다

복수 καταλεξόμεθα

(우리는) 누워지겠다

καταλέξεσθε

(너희는) 누워지겠다

καταλέξονται

(그들은) 누워지겠다

기원법단수 καταλεξοίμην

(나는) 누워지겠기를 (바라다)

καταλέξοιο

(너는) 누워지겠기를 (바라다)

καταλέξοιτο

(그는) 누워지겠기를 (바라다)

쌍수 καταλέξοισθον

(너희 둘은) 누워지겠기를 (바라다)

καταλεξοίσθην

(그 둘은) 누워지겠기를 (바라다)

복수 καταλεξοίμεθα

(우리는) 누워지겠기를 (바라다)

καταλέξοισθε

(너희는) 누워지겠기를 (바라다)

καταλέξοιντο

(그들은) 누워지겠기를 (바라다)

부정사 καταλέξεσθαι

누워질 것

분사 남성여성중성
καταλεξομενος

καταλεξομενου

καταλεξομενη

καταλεξομενης

καταλεξομενον

καταλεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῆλεγον

(나는) 눕고 있었다

κατῆλεγες

(너는) 눕고 있었다

κατῆλεγεν*

(그는) 눕고 있었다

쌍수 κατήλεγετον

(너희 둘은) 눕고 있었다

κατηλε͂γετην

(그 둘은) 눕고 있었다

복수 κατήλεγομεν

(우리는) 눕고 있었다

κατήλεγετε

(너희는) 눕고 있었다

κατῆλεγον

(그들은) 눕고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηλε͂γομην

(나는) 누워지고 있었다

κατήλεγου

(너는) 누워지고 있었다

κατήλεγετο

(그는) 누워지고 있었다

쌍수 κατήλεγεσθον

(너희 둘은) 누워지고 있었다

κατηλε͂γεσθην

(그 둘은) 누워지고 있었다

복수 κατηλε͂γομεθα

(우리는) 누워지고 있었다

κατήλεγεσθε

(너희는) 누워지고 있었다

κατήλεγοντο

(그들은) 누워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπειτα καταλέγουσιν ὅσην χώραν ἐπῆλθον· (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 19 3:1)

    (아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 19 3:1)

  • ἔλεγε δ’ ὁ μὴ ὡρ́ασι μὲν Δημόστρατοσ πλεῖν ἐσ Σικελίαν, ἡ γυνὴ δ’ ὀρχουμένη αἰαῖ Ἄδωνιν φησίν, ὁ δὲ Δημόστρατοσ ἔλεγεν ὁπλίτασ καταλέγειν Ζακυνθίων· (Aristophanes, Lysistrata, Episode2)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Episode2)

  • ὅτι Ἀντιφάνησ που ὁ χαρίεισ τὰ ἐξ ἑκάστησ πόλεωσ ἰδιώματα οὕτω καταλέγει· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 491)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 491)

  • καταλέγει δὲ Εὔβουλοσ καὶ ἄλλουσ στεφάνουσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 24 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 24 2:2)

  • στεφανωματικὰ δὲ ἄνθη καταλέγει Θεόφραστοσ τάδε· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 271)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 271)

  • καὶ οὐκ ὀφείλειν, ὦ Ἀθηναῖοι, χάριν ὑμᾶσ Θηβαίοισ τε καὶ Ἀργείοισ καταλέγω, πολὺ γὰρ μᾶλλον ὑμῖν Θηβαίουσ ὀφείλειν νομίζω, ἀλλὰ τοῖσ ὑπηργμένοισ ὑμῖν πρὸσ ἀλλήλουσ ἀκόλουθα ταῦτ’ εἶναί φημι καὶ προσήκοντα. (Aristides, Aelius, Orationes, 1:7)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 1:7)

유의어

  1. 눕다

  2. 나열하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION