헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκρίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκρίνω ἐγκρινῶ

형태분석: ἐγ (접두사) + κρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 받아들이다, 받다, 승인하다, 수용하다
  1. to reckon in or among
  2. to admit as elected, to admit, accept

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκρίνω

ἐγκρίνεις

ἐγκρίνει

쌍수 ἐγκρίνετον

ἐγκρίνετον

복수 ἐγκρίνομεν

ἐγκρίνετε

ἐγκρίνουσιν*

접속법단수 ἐγκρίνω

ἐγκρίνῃς

ἐγκρίνῃ

쌍수 ἐγκρίνητον

ἐγκρίνητον

복수 ἐγκρίνωμεν

ἐγκρίνητε

ἐγκρίνωσιν*

기원법단수 ἐγκρίνοιμι

ἐγκρίνοις

ἐγκρίνοι

쌍수 ἐγκρίνοιτον

ἐγκρινοίτην

복수 ἐγκρίνοιμεν

ἐγκρίνοιτε

ἐγκρίνοιεν

명령법단수 ἐγκρίνε

ἐγκρινέτω

쌍수 ἐγκρίνετον

ἐγκρινέτων

복수 ἐγκρίνετε

ἐγκρινόντων, ἐγκρινέτωσαν

부정사 ἐγκρίνειν

분사 남성여성중성
ἐγκρινων

ἐγκρινοντος

ἐγκρινουσα

ἐγκρινουσης

ἐγκρινον

ἐγκρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκρίνομαι

ἐγκρίνει, ἐγκρίνῃ

ἐγκρίνεται

쌍수 ἐγκρίνεσθον

ἐγκρίνεσθον

복수 ἐγκρινόμεθα

ἐγκρίνεσθε

ἐγκρίνονται

접속법단수 ἐγκρίνωμαι

ἐγκρίνῃ

ἐγκρίνηται

쌍수 ἐγκρίνησθον

ἐγκρίνησθον

복수 ἐγκρινώμεθα

ἐγκρίνησθε

ἐγκρίνωνται

기원법단수 ἐγκρινοίμην

ἐγκρίνοιο

ἐγκρίνοιτο

쌍수 ἐγκρίνοισθον

ἐγκρινοίσθην

복수 ἐγκρινοίμεθα

ἐγκρίνοισθε

ἐγκρίνοιντο

명령법단수 ἐγκρίνου

ἐγκρινέσθω

쌍수 ἐγκρίνεσθον

ἐγκρινέσθων

복수 ἐγκρίνεσθε

ἐγκρινέσθων, ἐγκρινέσθωσαν

부정사 ἐγκρίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκρινομενος

ἐγκρινομενου

ἐγκρινομενη

ἐγκρινομενης

ἐγκρινομενον

ἐγκρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to reckon in or among

  2. 받아들이다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION