ἔξω?
Adverb;
자동번역
Transliteration: exō
Principal Part:
ἔξω
Etym.: ἐξ의 부사형, as εἴσω of εἰς
Sense
- out, out of
- outside
- (governs the genitive) without, except
- (adjectival) outer, external or foreign
- καὶ εἶδε Χὰμ ὁ πατὴρ Χαναὰν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐξελθὼν ἀνήγγειλε τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς αὐτοῦ ἔξω. (Septuagint, Liber Genesis 9:22)
- ἐξήγαγε δὲ αὐτὸν ἔξω καὶ εἶπεν αὐτῷ. ἀνάβλεψον δὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς ἀστέρας, εἰ δυνήσῃ ἐξαριθμῆσαι αὐτούς. καὶ εἶπεν. οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου. (Septuagint, Liber Genesis 15:5)
- καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν. σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν. μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ. εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε συμπαραληφθῇς. (Septuagint, Liber Genesis 19:17)
- καὶ ἐκοίμισε τὰς καμήλους ἔξω τῆς πόλεως παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ ὕδατος τὸ πρὸς ὀψέ, ἡνίκα ἐκπορεύονται αἱ ὑδρευόμεναι. (Septuagint, Liber Genesis 24:11)
- τῇ δὲ Ρεβέκκᾳ ἀδελφὸς ἦν ᾧ ὄνομα Λάβαν. καὶ ἔδραμε Λάβαν πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἔξω ἐπὶ τὴν πηγήν. (Septuagint, Liber Genesis 24:29)
Synonyms
-
outside
- ἔκτοθι (out of, outside)
- ἔκτοσθε (outside)
- θύραζε (out, out of, outside)
- θύρῃφι (outside)
- ἐκτός (without, outside, out)
- θύραθεν (from outside the door, from without)
- θύρασι (at the door, outside, without)
- ἔκτοθεν (from without, outside, outside)
-
without