νόσφι
Adverb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
νόσφι
Etym.: before a vowel or metri grat. -fin, though may also be elided
Sense
- aloof, apart, afar, away, aside, aloof from, besides, except
- aloof or away from, far from
- without, forsaken or unaided by
- apart from, different way of thinking, knowledge
- beside, except
- ποιμαίνων δ’ ἑκάτερθεν ἐπὶ προχοῇσιν ἀναύρου νόσφι μέν ἀγρομένων ἀγέλην πεμπάζετο ταύρων, νόσφι δὲ βοσκομένων διεμέτρεε πώεα μήλων· (Colluthus, Rape of Helen, book 154)
- ἐκ δὲ Τυφωέοσ ἔστ’ ἀνέμων μένοσ ὑγρὸν ἀέντων, νόσφι Νότου Βορέω τε καὶ ἀργέστεω Ζεφύροιο· (Hesiod, Theogony, Book Th. 80:1)
- ὅ τι δὴ θαρσαλέον ἔποσ εὔχομαι νόσφι δίκασ, σύγγνωθί μοι. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2648)
- "καὶ μὴν οὐ πολὺσ χρόνοσ, ἀφ’ οὗ Λοκροὶ πέμποντεσ εἰσ Τροίαν πέπαυνται τὰσ παρθένουσ, αἳ καὶ ἀναμπέχονοι γυμνοῖσ ποσὶν ἠύτε δοῦλαι ἠοῖαι σαίρεσκον Ἀθηναίησ περὶ βωμόν, νόσφι κρηδέμνοιο, καὶ εἰ βαρὺ γῆρασ ἱκάνοι, διὰ τὴν Αἰάντοσ ἀκολασίαν. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 12 1:17)
Synonyms
-
aloof or away from
- ἀπάνευθε (far away from, aloof from, without)
- ἀπονόσφι (far apart or aloof)
- τηλόθι ( to far away)
- ἕκαθεν (far off, far away)
- ἀπόπροθι (far away)
- ἀπονόσφι (far away from)
- ἀπάτερθε (far away from)
- ἀπάνευθε (afar off, far away)
- τῆλε (far off, afar, far away)
- ἀπόπροθε (from afar, afar off, far away)
- τηλόσε (to a distance, far away)
- ἄνευθε (far away, distant)
-
beside