헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσσέβεια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυσσέβεια

형태분석: δυσσεβει (어간) + ᾱ (어미)

어원: from dussebh/s

  1. 불경, 무신, 불손
  1. impiety, ungodliness
  2. a charge of impiety

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δυσσέβεια

불경이

δυσσεβείᾱ

불경들이

δυσσέβειαι

불경들이

속격 δυσσεβείᾱς

불경의

δυσσεβείαιν

불경들의

δυσσεβειῶν

불경들의

여격 δυσσεβείᾱͅ

불경에게

δυσσεβείαιν

불경들에게

δυσσεβείαις

불경들에게

대격 δυσσεβείᾱν

불경을

δυσσεβείᾱ

불경들을

δυσσεβείᾱς

불경들을

호격 δυσσεβείᾱ

불경아

δυσσεβείᾱ

불경들아

δυσσέβειαι

불경들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ δὲ ἱστορηθέντα περὶ αὐτοῦ καὶ τῆσ ἀκαθαρσίασ αὐτοῦ καὶ δυσσεβείασ ἀναγέγραπται ἐν τῇ βίβλῳ τῶν χρόνων τῶν βασιλέων. (Septuagint, Liber Esdrae I 1:40)

    (70인역 성경, 에즈라기 1:40)

  • ἐπινίκια δὲ ἄγοντεσ ἐν τῇ πατρίδι τοὺσ ἐμπρήσαντασ τοὺσ ἱεροὺσ πυλῶνασ. Καλλισθένην καί τινασ ἄλλουσ, ὑφῆψαν εἰσ ἓν οἰκίδιον πεφευγότασ, οἵτινεσ ἄξιον τῆσ δυσσεβείασ ἐκομίσαντο μισθόν. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:33)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:33)

  • τῆσ δυσσεβείασ. (Euripides, episode 6:5)

    (에우리피데스, episode 6:5)

  • εὐεργετῶ γὰρ κεῖνον οὐ δοκοῦσ’ ὅμωσ, ἐκ δυσσεβείασ ὅσιον εἰ τίθημί νιν. (Euripides, Helen, episode, dialogue 16:4)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 16:4)

  • ὄνομα δ’ ἦν αὐτῷ Ἐπωπεὺσ καὶ ἐξ Ἰκάρου ἦν τῆσ νήσου, καὶ τοῦτον οὖν ἅμα τῷ υἱῷ ἁλιεύοντα καὶ οὐκ εὐτυχήσαντα ἄλλων ἰχθύων ἐν τῇ ἄγρᾳ ἢ πομπίλων οὐκ ἀποσχέσθαι τῆσ τούτων ἐδωδῆσ, ἀλλὰ πάντασ μετὰ τοῦ υἱοῦ καταθοινηθῆναι καὶ μετ’ οὐ πολὺ δίκασ ἐκτῖσαι τῆσ δυσσεβείασ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 18 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 18 3:1)

유의어

  1. 불경

  2. a charge of impiety

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION