- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δύσμορος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: dysmoros 고전 발음: [모로] 신약 발음: [모로]

기본형: δύσμορος δύσμορον

형태분석: δυσμορ (어간) + ος (어미)

어원: = δύσμοιρος,

  1. ill-fated, ill-starred, with ill fortune

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δύσμορος

(이)가

δύσμορον

(것)가

속격 δυσμόρου

(이)의

δυσμόρου

(것)의

여격 δυσμόρῳ

(이)에게

δυσμόρῳ

(것)에게

대격 δύσμορον

(이)를

δύσμορον

(것)를

호격 δύσμορε

(이)야

δύσμορον

(것)야

쌍수주/대/호 δυσμόρω

(이)들이

δυσμόρω

(것)들이

속/여 δυσμόροιν

(이)들의

δυσμόροιν

(것)들의

복수주격 δύσμοροι

(이)들이

δύσμορα

(것)들이

속격 δυσμόρων

(이)들의

δυσμόρων

(것)들의

여격 δυσμόροις

(이)들에게

δυσμόροις

(것)들에게

대격 δυσμόρους

(이)들을

δύσμορα

(것)들을

호격 δύσμοροι

(이)들아

δύσμορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τί μοι λοιδορῇ καὶ ἄθλιον ἀποκαλεῖς καὶ δύσμορον πολύ σου βελτίω καὶ μακαριώτερον γεγενημένον· (Lucian, (no name) 16:4)

    (루키아노스, (no name) 16:4)

  • δύσμορος, ἆ τάλαιν, οἱο῀ν ἐμήσατο: (Bacchylides, , dithyrambs, ode 16 <[H(raklh=s]> 3:1)

    (바킬리데스, , dithyrambs, ode 16 <[H(raklh=s]> 3:1)

  • τί ς ἐγώ, δύσμορε, δράσω· (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests3)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, anapests3)

  • τὸ δ ἐμὲ κολοιῷ πειθόμενον τὸν δύσμορον ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων. (Aristophanes, Birds, Prologue 1:7)

    (아리스토파네스, Birds, Prologue 1:7)

  • πρὸς δ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ ἐλέησον, δύσμορον, ὃν ῥα πατὴρ Κρονίδης ἐπὶ γήραος οὐδῷ αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει, κακὰ πόλλ ἐπιδόντα, υἱά῀ς τ ὀλλυμένους, ἑλκηθείσας τε θύγατρας, καὶ θαλάμους κεραϊζομένους, καὶ νήπια τέκνα βαλλόμενα ποτὶ γαίῃ, ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι, ἑλκομένας τε νυοὺσὀλοῇς· (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 24 4:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 24 4:1)

  • ἀποδημίᾳ τις ὢν ἀποθάνῃ, στένουσιν ἐπιλέγοντες δύσμορος, οὐδ ἄρα τῷ γε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ ὄσσε καθαιρήσουσιν ἐὰν δ ἐπὶ τῆς οἰκείας πατρίδος παρόντων τῶν γονέων, ὀδύρονται ὡς ἐξαρπασθέντος ἐκ τῶν χειρῶν καὶ τὴν ἐν ὀφθαλμοῖς ὀδύνην αὐτοῖς ἀφέντος. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 30 3:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 30 3:1)

  • καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν ἄλεκτρον, ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς, ἀλλ ὧδ ἔρημος πρὸς φίλων ἡ δύσμορος ζῶς εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς. (Sophocles, Antigone, episode15)

    (소포클레스, Antigone, episode15)

  • εἶθ ὁ δύσμορος αὑτῷ χολωθείς, ὥσπερ εἶχ, ἐπενταθεὶς ἤρεισε πλευραῖς μέσσον ἔγχος, ἐς δ ὑγρὸν ἀγκῶν ἔτ ἔμφρων παρθένῳ προσπτύσσεται. (Sophocles, Antigone, episode 2:10)

    (소포클레스, Antigone, episode 2:10)

  • δύσμορος, ὃς χερὶ μὲν μεθῆκα τοὺς ἀλάστορας, ἐν δ ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις ἐρεμνὸν αἷμ ἔδευσα. (Sophocles, Ajax, choral, strophe 28)

    (소포클레스, Ajax, choral, strophe 28)

유의어

  1. ill-fated

관련어

명사

형용사

동사

수사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION