Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσμένεια

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δυσμένεια

Structure: δυσμενει (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from dusmenh/s

Sense

  1. ill-will, enmity

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τῶν δὲ ἀγόντων τὴν μικρῷ πρότερον εὐμένειαν πρὸσ αὐτὸν εἰσ δυσμένειαν μεταβαλόντων διὰ τὸ τοὺσ προειρημένουσ λόγουσ, ὡσ αὐτοὶ διελάμβανον, ἀπόνοιαν εἶναι, (Septuagint, Liber Maccabees II 6:29)
  • βουλόμενοσ δὲ Νικάνωρ πρόδηλον ποιῆσαι, ἣν εἶχε πρὸσ τοὺσ Ἰουδαίουσ δυσμένειαν, ἀπέστειλε στρατιώτασ ὑπὲρ τοὺσ πεντακοσίουσ συλλαβεῖν αὐτόν. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:39)
  • τὴν δὲ αὐτῶν εἰσ ἡμᾶσ δυσμένειαν ἔκδηλον καθιστάντεσ, ὡσ μονώτατοι τῶν ἐθνῶν βασιλεῦσι καὶ τοῖσ ἑαυτῶν εὐεργέταισ ὑψαυχενοῦντεσ, οὐδὲν γνήσιον βούλονται φέρειν. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:19)
  • προσφερόμενοι μήποτε εὐσταθήσειν τὰ πράγματα ἡμῶν, δἰ ἣν ἔχουσιν οὗτοι πρὸσ πάντα τὰ ἔθνη δυσμένειαν, μέχρισ ἂν συντελεσθῇ τοῦτο. (Septuagint, Liber Maccabees III 7:4)
  • ἐμπεσὼν δ’ αὐτὸσ εἰσ μέσην τὴν τῶν ῥητόρων δυσμένειαν, ὥσπερ τῆσ παρὰ θεῶν, οὕτω τῆσ παρ’ ὑμῶν δέομαι τυχεῖν βοηθείασ. (Demades, On the Twelve Years, 2:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION