Ancient Greek-English Dictionary Language

βασκανία

First declension Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βασκανία

Etym.: from ba/skanos

Sense

  1. slander, envy, malice

Examples

  • βασκανία γὰρ φαυλότητοσ ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ρεμβασμὸσ ἐπιθυμίασ μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. (Septuagint, Liber Sapientiae 4:12)
  • κατὰ μὲν τὴν ψυχὴν ἀλαζονεία, καὶ φιλαργυρία καὶ φιλοδοξία καὶ φιλονικία, ἀπιστία καὶ βασκανία. (Septuagint, Liber Maccabees IV 1:25)
  • ἀλλ’ οὐδὲ παρὰ τοῖσ ἀντιτέχνοισ ἐθέλουσιν εἶναι, καὶ διὰ τοῦτο βασκανίᾳ καὶ δυσμενείᾳ τοὺσ ἀληθῶσ τεχνίτασ καθαιροῦσιν. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 1 13:2)
  • ἀλλ’ οὐδὲ παρὰ τοῖσ ἀντιτέχνοισ ἐθέλουσιν εἶναι, καὶ διὰ τοῦτο βασκανίᾳ καὶ δυσμενείᾳ τοὺσ ἀληθῶσ τεχνίτασ καθαιροῦσιν. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 1 5:2)
  • ὠγαθέ, ἔφη ὁ Σωκράτησ, μὴ μέγα λέγε, μή τισ ἡμῖν βασκανία περιτρέψῃ τὸν λόγον τὸν μέλλοντα ἔσεσθαι. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 661:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION