Ancient Greek-English Dictionary Language

δραστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δραστικός δραστική δραστικόν

Structure: δραστικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. efficient, active
  2. (medical term) drastic

Examples

  • ἐπεὶ γὰρ ἐν τῷ τὸ σιτίον αἷμα γίγνεσθαι παθητικὴ μὲν ἡ τοῦ σιτίου, δραστικὴ δ’ ἡ τῆσ φλεβὸσ γίγνεται κίνησισ, ὡσαύτωσ δὲ κἀν τῷ μεταφέρειν τὰ κῶλα κινεῖ μὲν ὁ μῦσ, κινεῖται δὲ τὰ ὀστᾶ, τὴν μὲν τῆσ φλεβὸσ καὶ τῶν μυῶν κίνησιν ἐνέργειαν εἶναί φημι, τὴν δὲ τῶν σιτίων τε καὶ τῶν ὀστῶν σύμπτωμά τε καὶ πάθημα· (Galen, On the Natural Faculties., , section 236)
  • ἡ ἀρχὴ τοῦ ζῳού δηλονότι ἡ δραστική· (Galen, On the Natural Faculties., B, section 339)

Synonyms

  1. efficient

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION