헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρᾶμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δρᾶμα δράματος

형태분석: δραματ (어간)

어원: dra/w

  1. 행위, 막, 사실
  2. 연극, 놀이, 희곡
  1. a deed, act
  2. one of the three types of ancient Greek poetry (the other two are epic and lyric poetry)
  3. a play, an action represented on the stage (a tragedy, a comedy or a satyr play)

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δρᾶμα

행위가

δράματε

행위들이

δράματα

행위들이

속격 δράματος

행위의

δραμάτοιν

행위들의

δραμάτων

행위들의

여격 δράματι

행위에게

δραμάτοιν

행위들에게

δράμασιν*

행위들에게

대격 δρᾶμα

행위를

δράματε

행위들을

δράματα

행위들을

호격 δράμα

행위야

δράματε

행위들아

δράματα

행위들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρῶτον μὲν δή, εἰ δοκεῖ, παραγάγωμεν τὸν πρωταγωνιστὴν τοῦ δράματοσ, λέγω δὲ τὸν ποιητὴν τῆσ διαβολῆσ. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 7:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 7:1)

  • αὖθισ ὁρῶ γελῶντά σε, ὦ καλὲ Κρόνιε, τὴν καταστροφὴν τοῦ δράματοσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 17:1)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 17:1)

  • οὗτοσ ὑπὸ Ιὀφῶντοσ τοῦ υἱέοσ ἐπὶ τέλει τοῦ βίου παρανοίασ κρινόμενοσ ἀνέγνω τοῖσ δικασταῖσ Οἰδίπουν τὸν ἐπὶ Κολωνῷ, ἐπιδεικνύμενοσ διὰ τοῦ δράματοσ ὅπωσ τὸν νοῦν ὑγιαίνει, ὡσ τοὺσ δικαστὰσ τὸν μὲν ὑπερθαυμάσαι, καταψηφίσασθαι δὲ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ μανίαν. (Lucian, Macrobii, (no name) 24:2)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 24:2)

  • ἐπεὶ δὲ ἤδη πολλοὶ τῶν νοῦν ἐχόντων ὥσπερ ἐκ μέθησ βαθείασ ἀναφέροντεσ συνίσταντο ἐπ’ αὐτόν, καὶ μάλιστα ὅσοι Ἐπικούρου ἑταῖροι ἦσαν καὶ ἐν ταῖσ πόλεσιν ἐπεφώρατο ἠρέμα ἡ πᾶσα μαγγανεία καὶ συσκευὴ τοῦ δράματοσ, ἐκφέρει φόβητρόν τι ἐπ’ αὐτούσ, λέγων ἀθέων ἐμπεπλῆσθαι καὶ Χριστιανῶν τὸν Πόντον, οἳ περὶ αὐτοῦ τολμῶσι τὰ κάκιστα βλασφημεῖν οὓσ ἐκέλευε λίθοισ ἐλαύνειν, εἴ γε θέλουσιν ἵλεω ἔχειν τὸν θεόν. (Lucian, Alexander, (no name) 25:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 25:1)

  • τοιοῦτο τέλοσ τῆσ Ἀλεξάνδρου τραγῳδίασ καὶ αὕτη τοῦ παντὸσ δράματοσ ἡ καταστροφὴ ἐγένετο, ὡσ εἰκάζειν προνοίασ τινὸσ τὸ τοιοῦτον, εἰ καὶ κατὰ τύχην συνέβη. (Lucian, Alexander, (no name) 60:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 60:1)

유의어

  1. 행위

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION