- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δόρυ?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: dory 고전 발음: [도뤼] 신약 발음: [도뤼]

기본형: δόρυ δόρατος

형태분석: δορατ (어간)

어원: in attic Poets, gen. δορός

  1. 나무, 줄기, 대, 그루
  2. 창, 극점, 포크 모양의 막대, 기둥, 폴란드인, 작은 창
  1. wood, tree, stem
  2. spear shaft, spear, lance, pole, lance

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δόρυ

나무가

δόρατε

나무들이

δόρατα

나무들이

속격 δόρατος

나무의

δοράτοιν

나무들의

δοράτων

나무들의

여격 δόρατι

나무에게

δοράτοιν

나무들에게

δόρασι(ν)

나무들에게

대격 δόρυ

나무를

δόρατε

나무들을

δόρατα

나무들을

호격 δόρα

나무야

δόρατε

나무들아

δόρατα

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ γὰρ λαὸς οὗτος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ οὐ πέποιθαν ἐπὶ τοῖς δόρασιν αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἐπὶ τοῖς ὕψεσι τῶν ὀρέων αὐτῶν, ἐν οἷς αὐτοὶ ἐνοικοῦσιν ἐν αὐτοῖς. οὐ γάρ ἐστιν εὐχερὲς προσβῆναι ταῖς κορυφαῖς τῶν ὀρέων αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudith 7:10)

    (70인역 성경, 유딧기 7:10)

  • οἱ δὲ ἱππῆς οὗτοι οὐκ ἀκοντίοις κούφοις διαχρῶνται ἔτι, ἀλλὰ ξυστοῖς δόρασιν, ἀσιδήροις μέν, τῷ βάρει δὲ οὔτε τοῖς ἐξακοντίζουσιν εὐφόροις, οὔτε ἐφ᾿ οὕς ἐκπέμπεται ἀκινδύνοις. (Arrian, chapter 40 6:1)

    (아리아노스, chapter 40 6:1)

  • τοὺς δὲ Βοιωτοὺς ἐπαμφοτερίζοντας, ὅτε διῄει τὴν χώραν, ὁρῶν, προσέπεμψε πυνθανόμενος πότερον ὀρθοῖς τοῖς δόρασιν ἢ κεκλιμένοις διαπορεύηται τὴν χώραν αὐτῶν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 71)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 71)

  • "ἐμοὶ μὲν, ὦ Φάβιε, τὰ ἐμαυτοῦ σκοποῦντι κρεῖττόν ἐστι τοῖς τῶν πολεμίων ὑποπεσεῖν δόρασιν ἢ πάλιν ταῖς ψήφοις τῶν πολιτῶν εἰ δ οὕτως ἔχει τὰ δημόσια πράγματα, πειράσομαι μᾶλλον σοὶ δοκεῖν ἀγαθὸς εἶναι στρατηγὸς ἢ πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἐπὶ τἀναντία βιαζομένοις. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 14 5:1)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 14 5:1)

  • ἐρημίας δ ὑπαρχούσης ὁ Ὀθρυάδης ἐπιζήσας καὶ ἡμικλάστοις δόρασιν ἐπερειδόμενος τὰς τῶν νεκρῶν ἁρπάζων ἀσπίδας περιείλετο: (Plutarch, Parallela minora, section 3 1:1)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 3 1:1)

유의어

  1. 나무

관련어

명사

형용사

동사

접속사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION