헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διωγμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διωγμός

어원: diw/kw

  1. 추격, 사냥
  2. 기술, 추격, 추적, 설계
  1. the chase
  2. pursuit, persecution, harassing

예문

  • υἱὸσ δίκαιοσ γεννᾶται εἰσ ζωήν, διωγμὸσ δὲ ἀσεβοῦσ εἰσ θάνατον. (Septuagint, Liber Proverbiorum 11:18)

    (70인역 성경, 잠언 11:18)

  • σαφῶσ δ’ ἀθρήσασ καὶ κλύων ἐκφρόντισον διωγμὸσ ὅστισ τοὺσ ξένουσ θηράσεται. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 1:20)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 1:20)

  • πρὶν δὲ συμμεμῖξαι τοὺσ πρώτουσ ἐξέκλιναν οἱ βάρβαροι, καὶ διωγμὸσ ἦν πολὺσ, εἰσ τὰ μέσα συνελαύνοντοσ Ἀλεξάνδρου τὸ νικώμενον, ὅπου Δαρεῖοσ ἦν. (Plutarch, Alexander, chapter 33 3:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 33 3:1)

  • ἔνθα δὴ καὶ ἵππων διωγμὸσ ἦν καὶ ἀνδρῶν, καὶ φόνοσ δὲ ἀμφοτέρων. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 78:3)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 78:3)

  • Ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ διωγμὸσ μέγασ ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν Ιἐροσολύμοισ· (, chapter 1 276:1)

    (, chapter 1 276:1)

유의어

  1. 추격

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION