Ancient Greek-English Dictionary Language

δισύλλαβος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δισύλλαβος δισύλλαβον

Structure: δισυλλαβ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sullabh/

Sense

  1. of two syllables

Examples

  • οὔ φασιν, ὦ Στοά, συνιέναι οἱ δικασταὶ τὰ δισύλλαβα ταῦτα ἐρωτήματα· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 22:10)
  • πρῶτον μὲν ἐν τοῖσ δυσὶ στίχοισ οἷσ ἀνακυλίει τὴν πέτραν, ἔξω δυεῖν ῥημάτων τὰ λοιπὰ τῆσ λέξεωσ μόρια πάντ’ ἐστὶν ἤτοι δισύλλαβα ἢ μονοσύλλαβα· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2026)
  • ἐν ὀνόματι δέ, οἱο͂ν ἐροῦμεν ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα, οὗ μορφή τισ ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή, ἢ ἄθεα ὀνόματα, οἱο͂ν Κλεώνυμοσ, ἢ θεοφόρα, οἱο͂ν Διονύσιοσ, καὶ τοῦτο ἤτοι ἐξ ἑνὸσ θεοῦ ἢ πλεόνων, οἱο͂ν Ἑρμαφρόδιτοσ ἢ ἀπὸ Διὸσ ἄρχεσθαι, Διοκλῆσ, ἢ Ἑρμοῦ, Ἑρμόδωροσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 69 4:2)

Synonyms

  1. of two syllables

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION