헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διφθέρᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διφθέρᾱ διφθέρᾱς

형태분석: διφθερ (어간) + ᾱ (어미)

어원: de/fw

  1. 지갑, 손가방, 자루, 봉투
  1. prepared hide, piece of leather; especially as writing material
  2. anything made of leather, wallet, bag
  3. (plural) skins used as tents

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα, φησὶν ὁ Σωκράτησ, ἐν διφθέραισ χαλκαῖσ γεγράφασι. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 254)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 254)

  • ταῦτα, φησὶν ὁ Σωκράτησ, ἐν διφθέραισ χαλκαῖσ γεγράφασι. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 25 1:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 25 1:1)

  • διὸ καὶ τὰ κράνη πιμπλάντεσ ὕδατοσ ἐκόμιζον, οἱ δὲ διφθέραισ ὑπολαμβάνοντεσ. (Plutarch, Antony, chapter 47 2:3)

    (플루타르코스, Antony, chapter 47 2:3)

  • "διὰ τί τῶν Λαρητῶν, οὓσ ἰδίωσ πραιστίτεισ καλοῦσι, τούτοισ κύων παρέστηκεν, αὐτοὶ δὲ κυνῶν διφθέραισ ἀμπέχονται; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 511)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 511)

  • Φίλιπποσ γὰρ παραλαβὼν ὑμᾶσ πλανήτασ καὶ ἀπόρουσ, ἐν διφθέραισ τοὺσ πολλοὺσ νέμοντασ ἀνὰ τὰ ὄρη πρόβατα ὀλίγα καὶ ὑπὲρ τούτων κακῶσ μαχομένουσ Ἰλλυριοῖσ καὶ Τριβαλλοῖσ καὶ τοῖσ ὁμόροισ Θρᾳξίν, χλαμύδασ μὲν ὑμῖν ἀντὶ τῶν διφθερῶν φορεῖν ἔδωκεν, κατήγαγε δὲ ἐκ τῶν ὀρῶν ἐσ τὰ πεδία, ἀξιομάχουσ καταστήσασ τοῖσ προσχώροισ τῶν βαρβάρων, ὡσ μὴ χωρίων ἔτι ὀχυρότητι πιστεύοντασ μᾶλλον ἢ τῇ οἰκείᾳ ἀρετῇ σώζεσθαι, πόλεών τε οἰκήτορασ ἀπέφηνε καὶ νόμοισ καὶ ἔθεσι χρηστοῖσ ἐκόσμησεν. (Arrian, Anabasis, book 7, chapter 9 2:2)

    (아리아노스, Anabasis, book 7, chapter 9 2:2)

유의어

  1. 지갑

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION