- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διφθέρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: diphtherā 고전 발음: [딥테라:] 신약 발음: [딥태라]

기본형: διφθέρα διφθέρας

형태분석: διφθερ (어간) + α (어미)

어원: δέφω

  1. 지갑, 손가방, 자루, 봉투
  1. prepared hide, piece of leather; especially as writing material
  2. anything made of leather, wallet, bag
  3. (plural) skins used as tents

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νῦν γε τούτω τὸν παλαιὸν δεσπότην πρὸς βίαν χειροῦσιν, οὐδὲν τῶν πάλαι μεμνημένοι διφθερῶν κἀξωμίδων, ἃς οὗτος αὐτοῖς ἠμπόλα, καὶ κυνᾶς: (Aristophanes, Wasps, Choral, trochees 1:9)

    (아리스토파네스, Wasps, Choral, trochees 1:9)

  • Περδίκκᾳ δὲ καὶ Κρατερῷ φιλογυμναστοῦσιν ἠκολούθουν διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν, ὑφ αἷς περιλαμβάνοντες τόπον ἐν ταῖς καταστρατοπεδείαις ἐγυμνάζοντο: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 55 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 55 2:3)

  • ταῦτα, φησὶν ὁ Σωκράτης, ἐν διφθέραις χαλκαῖς γεγράφασι. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 254)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 254)

  • ταῦτα, φησὶν ὁ Σωκράτης, ἐν διφθέραις χαλκαῖς γεγράφασι. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 25 1:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 25 1:1)

  • διὸ καὶ τὰ κράνη πιμπλάντες ὕδατος ἐκόμιζον, οἱ δὲ διφθέραις ὑπολαμβάνοντες. (Plutarch, Antony, chapter 47 2:3)

    (플루타르코스, Antony, chapter 47 2:3)

  • ἅπαντες γὰρ ἀκριβῶς ὅμοιοὶ εἰσιν τοῖς καλλίστοις τούτοις βιβλίοις, ὧν χρυσοῖ μὲν οἱ ὀμφαλοί, πορφυρᾶ δὲ ἔκτοσθεν ἡ διφθέρα, τὰ δὲ ἔνδον ἢ Θυέστης ἐστὶν τῶν τέκνων ἑστιώμενος ἢ Οἰδίπους τῇ μητρὶ συνὼν ἢ Τηρεὺς δύο ἀδελφὰς ἅμα ὀπυίων. (Lucian, De mercede, (no name) 41:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 41:4)

  • Ὦ δίκελλα καὶ φιλτάτη διφθέρα, ὑμᾶς μὲν τῷ Πανὶ τούτῳ ἀναθεῖναι καλὸν αὐτὸς δὲ ἤδη πᾶσαν πριάμενος τὴν ἐσχατιάν, πυργίον οἰκοδομησάμενος ὑπὲρ τοῦ θησαυροῦ μόνῳ ἐμοὶ ἱκανὸν ἐνδιαιτᾶσθαι, τὸν αὐτὸν καὶ τάφον ἀποθανὼν ἕξειν μοιδοκῶ. (Lucian, Timon, (no name) 42:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 42:2)

  • πότερον οὖν αὐτὸν ἐν πορφύρᾳ μᾶλλον ἢ ἐν διφθέρᾳ οἰεί τοῦτο ποιεῖν· (Dio, Chrysostom, Orationes, 82:4)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 82:4)

  • τὴν δ ἐπιστολὴν ἑλληνίζειν ἐν διφθέρᾳ γεγραμμένην, δηλοῦσαν ὅτι Πῶρος εἰή ὁ γράψας, ἑξακοσίων δὲ ἄρχων βασιλέων ὅμως περὶ πολλοῦ ποιοῖτο φίλος εἶναι Καίσαρι, καὶ ἕτοιμος εἰή δίοδόν τε παρέχειν ὅπῃ βούλεται καὶ συμπράττειν ὅσα καλῶς ἔχει. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 145:3)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 145:3)

  • τὴν δὲ γυναῖκα στήσας τις τῶν ἱερέων κατὰ τὰς πύλας, αἱ δ εἰσὶ τετραμμέναι πρὸς τὸν νεών, καὶ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον ἀφελὼν ἐπιγράφει μὲν τοῦ θεοῦ τὴν προσηγορίαν διφθέρᾳ, κελεύει δὲ ὀμνύειν μηδὲν ἠδικηκέναι τὸν ἄνδρα, παραβᾶσαν δὲ τὸ σῶφρον τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι καὶ τὴν γαστέρα πρησθεῖσαν οὕτως ἀποθανεῖν: (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 346:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 3 346:2)

유의어

  1. 지갑

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION