헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διδασκαλικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διδασκαλικός διδασκαλική διδασκαλικόν

형태분석: διδασκαλικ (어간) + ος (어미)

어원: dida/skw

  1. fit for teaching, capable of giving instruction, instructive

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 διδασκαλικός

(이)가

διδασκαλική

(이)가

διδασκαλικόν

(것)가

속격 διδασκαλικοῦ

(이)의

διδασκαλικῆς

(이)의

διδασκαλικοῦ

(것)의

여격 διδασκαλικῷ

(이)에게

διδασκαλικῇ

(이)에게

διδασκαλικῷ

(것)에게

대격 διδασκαλικόν

(이)를

διδασκαλικήν

(이)를

διδασκαλικόν

(것)를

호격 διδασκαλικέ

(이)야

διδασκαλική

(이)야

διδασκαλικόν

(것)야

쌍수주/대/호 διδασκαλικώ

(이)들이

διδασκαλικᾱ́

(이)들이

διδασκαλικώ

(것)들이

속/여 διδασκαλικοῖν

(이)들의

διδασκαλικαῖν

(이)들의

διδασκαλικοῖν

(것)들의

복수주격 διδασκαλικοί

(이)들이

διδασκαλικαί

(이)들이

διδασκαλικά

(것)들이

속격 διδασκαλικῶν

(이)들의

διδασκαλικῶν

(이)들의

διδασκαλικῶν

(것)들의

여격 διδασκαλικοῖς

(이)들에게

διδασκαλικαῖς

(이)들에게

διδασκαλικοῖς

(것)들에게

대격 διδασκαλικούς

(이)들을

διδασκαλικᾱ́ς

(이)들을

διδασκαλικά

(것)들을

호격 διδασκαλικοί

(이)들아

διδασκαλικαί

(이)들아

διδασκαλικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION