헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διδάσκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διδάσκω διδάξω ἐδίδαξα δεδίδαχα δεδίδαγμαι ἐδιδάχθην

형태분석: διδάσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가르치다, 알려주다, 지시하다, 지도하다, 교육하다
  1. I teach, instruct, train

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διδάσκω

(나는) 가르친다

διδάσκεις

(너는) 가르친다

διδάσκει

(그는) 가르친다

쌍수 διδάσκετον

(너희 둘은) 가르친다

διδάσκετον

(그 둘은) 가르친다

복수 διδάσκομεν

(우리는) 가르친다

διδάσκετε

(너희는) 가르친다

διδάσκουσιν*

(그들은) 가르친다

접속법단수 διδάσκω

(나는) 가르치자

διδάσκῃς

(너는) 가르치자

διδάσκῃ

(그는) 가르치자

쌍수 διδάσκητον

(너희 둘은) 가르치자

διδάσκητον

(그 둘은) 가르치자

복수 διδάσκωμεν

(우리는) 가르치자

διδάσκητε

(너희는) 가르치자

διδάσκωσιν*

(그들은) 가르치자

기원법단수 διδάσκοιμι

(나는) 가르치기를 (바라다)

διδάσκοις

(너는) 가르치기를 (바라다)

διδάσκοι

(그는) 가르치기를 (바라다)

쌍수 διδάσκοιτον

(너희 둘은) 가르치기를 (바라다)

διδασκοίτην

(그 둘은) 가르치기를 (바라다)

복수 διδάσκοιμεν

(우리는) 가르치기를 (바라다)

διδάσκοιτε

(너희는) 가르치기를 (바라다)

διδάσκοιεν

(그들은) 가르치기를 (바라다)

명령법단수 δίδασκε

(너는) 가르쳐라

διδασκέτω

(그는) 가르쳐라

쌍수 διδάσκετον

(너희 둘은) 가르쳐라

διδασκέτων

(그 둘은) 가르쳐라

복수 διδάσκετε

(너희는) 가르쳐라

διδασκόντων, διδασκέτωσαν

(그들은) 가르쳐라

부정사 διδάσκειν

가르치는 것

분사 남성여성중성
διδασκων

διδασκοντος

διδασκουσα

διδασκουσης

διδασκον

διδασκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διδάσκομαι

(나는) 배운다

διδάσκει, διδάσκῃ

(너는) 배운다

διδάσκεται

(그는) 배운다

쌍수 διδάσκεσθον

(너희 둘은) 배운다

διδάσκεσθον

(그 둘은) 배운다

복수 διδασκόμεθα

(우리는) 배운다

διδάσκεσθε

(너희는) 배운다

διδάσκονται

(그들은) 배운다

접속법단수 διδάσκωμαι

(나는) 배우자

διδάσκῃ

(너는) 배우자

διδάσκηται

(그는) 배우자

쌍수 διδάσκησθον

(너희 둘은) 배우자

διδάσκησθον

(그 둘은) 배우자

복수 διδασκώμεθα

(우리는) 배우자

διδάσκησθε

(너희는) 배우자

διδάσκωνται

(그들은) 배우자

기원법단수 διδασκοίμην

(나는) 배우기를 (바라다)

διδάσκοιο

(너는) 배우기를 (바라다)

διδάσκοιτο

(그는) 배우기를 (바라다)

쌍수 διδάσκοισθον

(너희 둘은) 배우기를 (바라다)

διδασκοίσθην

(그 둘은) 배우기를 (바라다)

복수 διδασκοίμεθα

(우리는) 배우기를 (바라다)

διδάσκοισθε

(너희는) 배우기를 (바라다)

διδάσκοιντο

(그들은) 배우기를 (바라다)

명령법단수 διδάσκου

(너는) 배우어라

διδασκέσθω

(그는) 배우어라

쌍수 διδάσκεσθον

(너희 둘은) 배우어라

διδασκέσθων

(그 둘은) 배우어라

복수 διδάσκεσθε

(너희는) 배우어라

διδασκέσθων, διδασκέσθωσαν

(그들은) 배우어라

부정사 διδάσκεσθαι

배우는 것

분사 남성여성중성
διδασκομενος

διδασκομενου

διδασκομενη

διδασκομενης

διδασκομενον

διδασκομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διδάξω

(나는) 가르치겠다

διδάξεις

(너는) 가르치겠다

διδάξει

(그는) 가르치겠다

쌍수 διδάξετον

(너희 둘은) 가르치겠다

διδάξετον

(그 둘은) 가르치겠다

복수 διδάξομεν

(우리는) 가르치겠다

διδάξετε

(너희는) 가르치겠다

διδάξουσιν*

(그들은) 가르치겠다

기원법단수 διδάξοιμι

(나는) 가르치겠기를 (바라다)

διδάξοις

(너는) 가르치겠기를 (바라다)

διδάξοι

(그는) 가르치겠기를 (바라다)

쌍수 διδάξοιτον

(너희 둘은) 가르치겠기를 (바라다)

διδαξοίτην

(그 둘은) 가르치겠기를 (바라다)

복수 διδάξοιμεν

(우리는) 가르치겠기를 (바라다)

διδάξοιτε

(너희는) 가르치겠기를 (바라다)

διδάξοιεν

(그들은) 가르치겠기를 (바라다)

부정사 διδάξειν

가르칠 것

분사 남성여성중성
διδαξων

διδαξοντος

διδαξουσα

διδαξουσης

διδαξον

διδαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διδάξομαι

(나는) 배우겠다

διδάξει, διδάξῃ

(너는) 배우겠다

διδάξεται

(그는) 배우겠다

쌍수 διδάξεσθον

(너희 둘은) 배우겠다

διδάξεσθον

(그 둘은) 배우겠다

복수 διδαξόμεθα

(우리는) 배우겠다

διδάξεσθε

(너희는) 배우겠다

διδάξονται

(그들은) 배우겠다

기원법단수 διδαξοίμην

(나는) 배우겠기를 (바라다)

διδάξοιο

(너는) 배우겠기를 (바라다)

διδάξοιτο

(그는) 배우겠기를 (바라다)

쌍수 διδάξοισθον

(너희 둘은) 배우겠기를 (바라다)

διδαξοίσθην

(그 둘은) 배우겠기를 (바라다)

복수 διδαξοίμεθα

(우리는) 배우겠기를 (바라다)

διδάξοισθε

(너희는) 배우겠기를 (바라다)

διδάξοιντο

(그들은) 배우겠기를 (바라다)

부정사 διδάξεσθαι

배울 것

분사 남성여성중성
διδαξομενος

διδαξομενου

διδαξομενη

διδαξομενης

διδαξομενον

διδαξομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διδαχθήσομαι

(나는) 배우겠다

διδαχθήσῃ

(너는) 배우겠다

διδαχθήσεται

(그는) 배우겠다

쌍수 διδαχθήσεσθον

(너희 둘은) 배우겠다

διδαχθήσεσθον

(그 둘은) 배우겠다

복수 διδαχθησόμεθα

(우리는) 배우겠다

διδαχθήσεσθε

(너희는) 배우겠다

διδαχθήσονται

(그들은) 배우겠다

기원법단수 διδαχθησοίμην

(나는) 배우겠기를 (바라다)

διδαχθήσοιο

(너는) 배우겠기를 (바라다)

διδαχθήσοιτο

(그는) 배우겠기를 (바라다)

쌍수 διδαχθήσοισθον

(너희 둘은) 배우겠기를 (바라다)

διδαχθησοίσθην

(그 둘은) 배우겠기를 (바라다)

복수 διδαχθησοίμεθα

(우리는) 배우겠기를 (바라다)

διδαχθήσοισθε

(너희는) 배우겠기를 (바라다)

διδαχθήσοιντο

(그들은) 배우겠기를 (바라다)

부정사 διδαχθήσεσθαι

배울 것

분사 남성여성중성
διδαχθησομενος

διδαχθησομενου

διδαχθησομενη

διδαχθησομενης

διδαχθησομενον

διδαχθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδίδασκον

(나는) 가르치고 있었다

ἐδίδασκες

(너는) 가르치고 있었다

ἐδίδασκεν*

(그는) 가르치고 있었다

쌍수 ἐδιδάσκετον

(너희 둘은) 가르치고 있었다

ἐδιδασκέτην

(그 둘은) 가르치고 있었다

복수 ἐδιδάσκομεν

(우리는) 가르치고 있었다

ἐδιδάσκετε

(너희는) 가르치고 있었다

ἐδίδασκον

(그들은) 가르치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιδασκόμην

(나는) 배우고 있었다

ἐδιδάσκου

(너는) 배우고 있었다

ἐδιδάσκετο

(그는) 배우고 있었다

쌍수 ἐδιδάσκεσθον

(너희 둘은) 배우고 있었다

ἐδιδασκέσθην

(그 둘은) 배우고 있었다

복수 ἐδιδασκόμεθα

(우리는) 배우고 있었다

ἐδιδάσκεσθε

(너희는) 배우고 있었다

ἐδιδάσκοντο

(그들은) 배우고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδίδαξα

(나는) 가르쳤다

ἐδίδαξας

(너는) 가르쳤다

ἐδίδαξεν*

(그는) 가르쳤다

쌍수 ἐδιδάξατον

(너희 둘은) 가르쳤다

ἐδιδαξάτην

(그 둘은) 가르쳤다

복수 ἐδιδάξαμεν

(우리는) 가르쳤다

ἐδιδάξατε

(너희는) 가르쳤다

ἐδίδαξαν

(그들은) 가르쳤다

접속법단수 διδάξω

(나는) 가르쳤자

διδάξῃς

(너는) 가르쳤자

διδάξῃ

(그는) 가르쳤자

쌍수 διδάξητον

(너희 둘은) 가르쳤자

διδάξητον

(그 둘은) 가르쳤자

복수 διδάξωμεν

(우리는) 가르쳤자

διδάξητε

(너희는) 가르쳤자

διδάξωσιν*

(그들은) 가르쳤자

기원법단수 διδάξαιμι

(나는) 가르쳤기를 (바라다)

διδάξαις

(너는) 가르쳤기를 (바라다)

διδάξαι

(그는) 가르쳤기를 (바라다)

쌍수 διδάξαιτον

(너희 둘은) 가르쳤기를 (바라다)

διδαξαίτην

(그 둘은) 가르쳤기를 (바라다)

복수 διδάξαιμεν

(우리는) 가르쳤기를 (바라다)

διδάξαιτε

(너희는) 가르쳤기를 (바라다)

διδάξαιεν

(그들은) 가르쳤기를 (바라다)

명령법단수 δίδαξον

(너는) 가르쳤어라

διδαξάτω

(그는) 가르쳤어라

쌍수 διδάξατον

(너희 둘은) 가르쳤어라

διδαξάτων

(그 둘은) 가르쳤어라

복수 διδάξατε

(너희는) 가르쳤어라

διδαξάντων

(그들은) 가르쳤어라

부정사 διδάξαι

가르쳤는 것

분사 남성여성중성
διδαξᾱς

διδαξαντος

διδαξᾱσα

διδαξᾱσης

διδαξαν

διδαξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιδαξάμην

(나는) 배우었다

ἐδιδάξω

(너는) 배우었다

ἐδιδάξατο

(그는) 배우었다

쌍수 ἐδιδάξασθον

(너희 둘은) 배우었다

ἐδιδαξάσθην

(그 둘은) 배우었다

복수 ἐδιδαξάμεθα

(우리는) 배우었다

ἐδιδάξασθε

(너희는) 배우었다

ἐδιδάξαντο

(그들은) 배우었다

접속법단수 διδάξωμαι

(나는) 배우었자

διδάξῃ

(너는) 배우었자

διδάξηται

(그는) 배우었자

쌍수 διδάξησθον

(너희 둘은) 배우었자

διδάξησθον

(그 둘은) 배우었자

복수 διδαξώμεθα

(우리는) 배우었자

διδάξησθε

(너희는) 배우었자

διδάξωνται

(그들은) 배우었자

기원법단수 διδαξαίμην

(나는) 배우었기를 (바라다)

διδάξαιο

(너는) 배우었기를 (바라다)

διδάξαιτο

(그는) 배우었기를 (바라다)

쌍수 διδάξαισθον

(너희 둘은) 배우었기를 (바라다)

διδαξαίσθην

(그 둘은) 배우었기를 (바라다)

복수 διδαξαίμεθα

(우리는) 배우었기를 (바라다)

διδάξαισθε

(너희는) 배우었기를 (바라다)

διδάξαιντο

(그들은) 배우었기를 (바라다)

명령법단수 δίδαξαι

(너는) 배우었어라

διδαξάσθω

(그는) 배우었어라

쌍수 διδάξασθον

(너희 둘은) 배우었어라

διδαξάσθων

(그 둘은) 배우었어라

복수 διδάξασθε

(너희는) 배우었어라

διδαξάσθων

(그들은) 배우었어라

부정사 διδάξεσθαι

배우었는 것

분사 남성여성중성
διδαξαμενος

διδαξαμενου

διδαξαμενη

διδαξαμενης

διδαξαμενον

διδαξαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιδάχθην

(나는) 배우었다

ἐδιδάχθης

(너는) 배우었다

ἐδιδάχθη

(그는) 배우었다

쌍수 ἐδιδάχθητον

(너희 둘은) 배우었다

ἐδιδαχθήτην

(그 둘은) 배우었다

복수 ἐδιδάχθημεν

(우리는) 배우었다

ἐδιδάχθητε

(너희는) 배우었다

ἐδιδάχθησαν

(그들은) 배우었다

접속법단수 διδάχθω

(나는) 배우었자

διδάχθῃς

(너는) 배우었자

διδάχθῃ

(그는) 배우었자

쌍수 διδάχθητον

(너희 둘은) 배우었자

διδάχθητον

(그 둘은) 배우었자

복수 διδάχθωμεν

(우리는) 배우었자

διδάχθητε

(너희는) 배우었자

διδάχθωσιν*

(그들은) 배우었자

기원법단수 διδαχθείην

(나는) 배우었기를 (바라다)

διδαχθείης

(너는) 배우었기를 (바라다)

διδαχθείη

(그는) 배우었기를 (바라다)

쌍수 διδαχθείητον

(너희 둘은) 배우었기를 (바라다)

διδαχθειήτην

(그 둘은) 배우었기를 (바라다)

복수 διδαχθείημεν

(우리는) 배우었기를 (바라다)

διδαχθείητε

(너희는) 배우었기를 (바라다)

διδαχθείησαν

(그들은) 배우었기를 (바라다)

명령법단수 διδάχθητι

(너는) 배우었어라

διδαχθήτω

(그는) 배우었어라

쌍수 διδάχθητον

(너희 둘은) 배우었어라

διδαχθήτων

(그 둘은) 배우었어라

복수 διδάχθητε

(너희는) 배우었어라

διδαχθέντων

(그들은) 배우었어라

부정사 διδαχθῆναι

배우었는 것

분사 남성여성중성
διδαχθεις

διδαχθεντος

διδαχθεισα

διδαχθεισης

διδαχθεν

διδαχθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δεδίδαχα

(나는) 가르쳤다

δεδίδαχας

(너는) 가르쳤다

δεδίδαχεν*

(그는) 가르쳤다

쌍수 δεδιδάχατον

(너희 둘은) 가르쳤다

δεδιδάχατον

(그 둘은) 가르쳤다

복수 δεδιδάχαμεν

(우리는) 가르쳤다

δεδιδάχατε

(너희는) 가르쳤다

δεδιδάχᾱσιν*

(그들은) 가르쳤다

접속법단수 δεδιδάχω

(나는) 가르쳤자

δεδιδάχῃς

(너는) 가르쳤자

δεδιδάχῃ

(그는) 가르쳤자

쌍수 δεδιδάχητον

(너희 둘은) 가르쳤자

δεδιδάχητον

(그 둘은) 가르쳤자

복수 δεδιδάχωμεν

(우리는) 가르쳤자

δεδιδάχητε

(너희는) 가르쳤자

δεδιδάχωσιν*

(그들은) 가르쳤자

기원법단수 δεδιδάχοιμι

(나는) 가르쳤기를 (바라다)

δεδιδάχοις

(너는) 가르쳤기를 (바라다)

δεδιδάχοι

(그는) 가르쳤기를 (바라다)

쌍수 δεδιδάχοιτον

(너희 둘은) 가르쳤기를 (바라다)

δεδιδαχοίτην

(그 둘은) 가르쳤기를 (바라다)

복수 δεδιδάχοιμεν

(우리는) 가르쳤기를 (바라다)

δεδιδάχοιτε

(너희는) 가르쳤기를 (바라다)

δεδιδάχοιεν

(그들은) 가르쳤기를 (바라다)

명령법단수 δεδίδαχε

(너는) 가르쳤어라

δεδιδαχέτω

(그는) 가르쳤어라

쌍수 δεδιδάχετον

(너희 둘은) 가르쳤어라

δεδιδαχέτων

(그 둘은) 가르쳤어라

복수 δεδιδάχετε

(너희는) 가르쳤어라

δεδιδαχόντων

(그들은) 가르쳤어라

부정사 δεδιδαχέναι

가르쳤는 것

분사 남성여성중성
δεδιδαχως

δεδιδαχοντος

δεδιδαχυῑα

δεδιδαχυῑᾱς

δεδιδαχον

δεδιδαχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δεδίαγμαι

(나는) 배우었다

δεδίαξαι

(너는) 배우었다

δεδίακται

(그는) 배우었다

쌍수 δεδίαχθον

(너희 둘은) 배우었다

δεδίαχθον

(그 둘은) 배우었다

복수 δεδιάγμεθα

(우리는) 배우었다

δεδίαχθε

(너희는) 배우었다

δεδιάχαται

(그들은) 배우었다

명령법단수 δεδίαξο

(너는) 배우었어라

δεδιάχθω

(그는) 배우었어라

쌍수 δεδίαχθον

(너희 둘은) 배우었어라

δεδιάχθων

(그 둘은) 배우었어라

복수 δεδίαχθε

(너희는) 배우었어라

δεδιάχθων

(그들은) 배우었어라

부정사 δεδίαχθαι

배우었는 것

분사 남성여성중성
δεδιαγμενος

δεδιαγμενου

δεδιαγμενη

δεδιαγμενης

δεδιαγμενον

δεδιαγμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΚΑΙ νῦν, Ἰσραήλ, ἄκουε τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν κριμάτων, ὅσα ἐγὼ διδάσκω ὑμᾶσ σήμερον ποιεῖν, ἵνα ζῆτε καὶ πολυπλασιασθῆτε καὶ εἰσελθόντεσ κληρονομήσητε τὴν γῆν, ἣν Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῶν πατέρων ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:1)

    (70인역 성경, 신명기 4:1)

  • καὶ ἐμοὶ ἐνετείλατο Κύριοσ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διδάξαι ὑμᾶσ δικαιώματα καὶ κρίσεισ, ποιεῖν ὑμᾶσ αὐτά ἐπὶ τῆσ γῆσ, εἰσ ἣν ὑμεῖσ εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:14)

    (70인역 성경, 신명기 4:14)

  • ΚΑΙ αὗται αἱ ἐντολαὶ καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριοσ ὁ Θεὸσ ἡμῶν διδάξαι ὑμᾶσ ποιεῖν οὕτωσ ἐν τῇ γῇ, εἰσ ἣν ὑμεῖσ εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν, (Septuagint, Liber Deuteronomii 6:1)

    (70인역 성경, 신명기 6:1)

  • καὶ νῦν γράψατε τὰ ρήματα τῆσ ᾠδῆσ ταύτησ καὶ διδάξατε αὐτὴν τοὺσ υἱοὺσ Ἰσραὴλ καὶ ἐμβαλεῖτε αὐτὴν εἰσ τὸ στόμα αὐτῶν, ἵνα γένηταί μοι ἡ ᾠδὴ αὕτη κατὰ πρόσωπον μαρτυροῦσα ἐν υἱοῖσ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 31:19)

    (70인역 성경, 신명기 31:19)

  • πλὴν διὰ τὰσ γενεὰσ υἱῶν Ἰσραὴλ τοῦ διδάξαι αὐτοὺσ πόλεμον, πλὴν οἱ ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἔγνωσαν αὐτά. (Septuagint, Liber Iudicum 3:2)

    (70인역 성경, 판관기 3:2)

  • ὁδοὺσ γὰρ σοφίασ διδάσκω σε, ἐμβιβάζω δέ σε τροχιαῖσ ὀρθαῖσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 4:10)

    (70인역 성경, 잠언 4:10)

  • διδάσκω οὖν σε ἀληθῆ λόγον καὶ γνῶσιν ἀγαθὴν ὑπακούειν, τοῦ ἀποκρίνεσθαί σε λόγουσ ἀληθείασ τοῖσ προβαλλομένοισ σοι. (Septuagint, Liber Proverbiorum 22:23)

    (70인역 성경, 잠언 22:23)

  • ἐπεὶ δὲ ὁ κακοδαίμων ἐπὶ τὰσ τῆσ Ἀκαδημείασ θύρασ ἐκώμασεν, ὥσπερ ἐπὶ πάντασ εἰώθει, ἀνδραποδισαμένη αὐτὸν καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆσ Μέθησ ἁρπάσασα μετὰ βίασ καὶ πρὸσ αὑτὴν ἀγαγοῦσα ὑδροποτεῖν τε κατηνάγκασεν καὶ νήφειν μετεδίδαξεν καὶ τοὺσ στεφάνουσ περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆσ φροντίδοσ ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν ὥστε ἀντὶ τοῦ τέωσ ἐπανθοῦντοσ αὐτῷ ἐρυθήματοσ ὠχρὸσ ὁ ^ ἄθλιοσ καὶ ῥικνὸσ τὸ σῶμα γεγένηται, καὶ τὰσ ᾠδὰσ ἁπάσασ ἀπομαθὼν ἄσιτοσ ἐνίοτε καὶ διψαλέοσ εἰσ μέσην ἑσπέραν κάθηται ληρῶν ὁποῖα πολλὰ ἡ Ἀκαδήμεια ἐγὼ ληρεῖν διδάσκω. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 16:5)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 16:5)

  • πότερα τοῦτον ἀπάγεσθαι λαβὼν βούλει τὸν υἱόν, ἢ διδάσκω σοι λέγειν; (Aristophanes, Clouds, Episode2)

    (아리스토파네스, Clouds, Episode2)

유의어

  1. 가르치다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION