헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάζωμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάζωμα διαζώματος

형태분석: διαζωματ (어간)

어원: from diazw/nnu_mi

  1. 벨트, 띠
  2. 횡경막, 가로막
  1. girdle
  2. diaphragm

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διάζωμα

벨트가

διαζώματε

벨트들이

διαζώματα

벨트들이

속격 διαζώματος

벨트의

διαζωμάτοιν

벨트들의

διαζωμάτων

벨트들의

여격 διαζώματι

벨트에게

διαζωμάτοιν

벨트들에게

διαζώμασιν*

벨트들에게

대격 διάζωμα

벨트를

διαζώματε

벨트들을

διαζώματα

벨트들을

호격 διάζωμα

벨트야

διαζώματε

벨트들아

διαζώματα

벨트들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἑώθεν δὲ γυμνὸσ εἰσ τὴν ἀγορὰν προπηδήσασ, διάζωμα περὶ τὸ αἰδοῖον ἔχων, κατάχρυσον καὶ τοῦτο, καὶ τὴν ἁρ́πην ἐκείνην φέρων, σείων ἅμα τὴν κόμην ἄνετον ὥσπερ οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντέσ τε καὶ ἐνθεαζόμενοι, ἐδημηγόρει ἐπὶ βωμόν τινα ὑψηλὸν ἀναβὰσ καὶ τὴν πόλιν ἐμακάριζεν αὐτίκα μάλα δεξομένην ἐναργῆ τὸν θεόν. (Lucian, Alexander, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 13:3)

  • ἐκ τούτου τόν τε Πλούταρχον ἐξέβαλεν ἐκ τῆσ Ἐρετρίασ, καὶ Ζάρητρα φρούριον ἑλὼν ἐπικαιρότατον, ᾗ μάλιστα συνελαύνεται τὸ πλάτοσ εἰσ βραχὺ διάζωμα τῆσ νήσου σφιγγομένησ ἑκατέρωθεν ταῖσ θαλάσσαισ, ὅσουσ ἔλαβεν αἰχμαλώτουσ Ἕλληνασ ἀφῆκε, φοβηθεὶσ τοὺσ ῥήτορασ τῶν Ἀθηναίων, μὴ πρὸσ ὀργήν τι βιάσωνται τόν δῆμον ἀγνωμονῆσαι περὶ αὐτούσ· (Plutarch, chapter 13 4:1)

    (플루타르코스, chapter 13 4:1)

  • ἀποθανόντοσ δὲ τούτου Μεταγένησ ὁ Ξυπέτιοσ τὸ διάζωμα καὶ τοὺσ ἄνω κίονασ ἐπέστησε· (Plutarch, , chapter 13 4:3)

    (플루타르코스, , chapter 13 4:3)

  • βούλεται δὲ τοῦτο συνακτῆρα μὲν δηλοῦν, διάζωμα δ’ ἐστὶ περὶ τὰ αἰδοῖα ῥαπτὸν ἐκ βύσσου κλωστῆσ εἰργασμένον ἐμβαινόντων εἰσ αὐτὸ τῶν ποδῶν ὥσπερ εἰσ ἀναξυρίδασ, ἀποτέμνεται δὲ ὑπὲρ ἥμισυ καὶ τελευτῆσαν ἄχρι τῆσ λαγόνοσ περὶ αὐτὴν ἀποσφίγγεται. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 191:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 3 191:2)

유의어

  1. 벨트

  2. 횡경막

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION