διαπλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαπλέω
διαπλεύσομαι
Structure:
δια
(Prefix)
+
πλέϝ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to sail across, to make, voyage
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- γίνεται δὲ μικρὸν ἐν Πέρσαισ ὀρνίθιον, ᾧ περιττώματοσ οὐδέν ἐστιν, ἀλλ’ ὅλον διάπλεων πιμελῆσ τὰ ἐντόσ· (Plutarch, Artaxerxes, chapter 19 3:1)
- ὥσπερ οὖν ὁ σίδηροσ ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενοσ αὖθισ ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ πυκνοῦται καὶ σύνεισι τοῖσ μορίοισ εἰσ αὑτόν, οὕτωσ ἐκεῖνον ὁ Σωκράτησ θρύψεωσ διάπλεων καὶ χαυνότητοσ ὁσάκισ ἂν λάβοι, πιέζων τῷ λόγῳ καὶ συστέλλων ταπεινὸν ἐποίει καὶ ἄτολμον, ἡλίκων ἐνδεήσ ἐστι καὶ ἀτελὴσ πρὸσ ἀρετὴν μανθάνοντα. (Plutarch, , chapter 6 4:1)
- ὁ δὲ τὰσ μὲν ἔμπροσθεν ἡμέρασ ἐδόκει διωθεῖσθαι καὶ ἀναδύεσθαι, τὸ μέγεθοσ τῆσ ἀρχῆσ φοβούμενοσ, τότε δέ φασιν οἴνου διάπλεων καὶ τροφῆσ ὄντα μεσημβρινῆσ προελθεῖν καὶ ὑπακοῦσαι Γερμανικὸν ὄνομα θεμένων αὐτῷ, τὸ δὲ Καίσαροσ οὐ προσδεξάμενον. (Plutarch, Galba, chapter 22 7:1)
- "ὕδατι γὰρ τεταραγμένῳ προσπεσόντα χρῆσθαι δι’ ἀκρασίαν ἧττόν ἐστι κακόν, ὡσ Σωκράτησ ἔλεγεν, ἢ θολερὸν ὄντα καὶ διάπλεων τὸν λογισμὸν ὀργῆσ καὶ μανίασ, πρὶν ἢ καταστῆναι καὶ γενέσθαι καθαρὸν ἐμφορεῖσθαι τιμωρίασ συγγενοῦσ καὶ ὁμοφύλου σώματοσ. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 57)
- καὶ οὐ πλημμελοῦσιν οἱ τὸν Φόρβαντα καὶ τὸν Υἅκινθον καὶ τὸν Ἄδμητον ἐρωμένουσ Ἀπόλλωνοσ γεγονέναι μυθολογοῦντεσ, ὥσπερ αὖ καὶ τὸν Σικυώνιον Ἱππόλυτον, ᾧ δὴ καί φασιν, ὁσάκισ τύχοι διαπλέων εἰσ Κίρραν ἐκ Σικυῶνοσ, τὴν Πυθίαν, οἱο͂ν αἰσθανομένου τοῦ θεοῦ καὶ χαίροντοσ, ἀποθεσπίζειν τόδε τὸ ἡρῷον καὶ δ̓ αὖθ’ Ἱππολύτοιο φίλον κάρα εἰσ ἅλα βαίνει. (Plutarch, Numa, chapter 4 5:1)
Derived
- ἀναπλέω (to sail up, to go up stream, to put out to sea)
- ἀντεκπλέω (to sail out against)
- ἀντιπαραπλέω (to sail along on the other side)
- ἀντιπεριπλέω (to sail round on the other side)
- ἀντιπλέω (to sail against)
- ἀποπλέω (to sail away, sail off)
- διεκπλέω (to sail out through, to sail out, to break the enemy's line by sailing through it)
- εἰσπλέω (to sail into, enter, as one sails in)
- ἐκπεριπλέω (to sail out round)
- ἐκπλέω (to sail out, sail away, weigh anchor)
- ἐμπλέω (to sail in, the crews)
- ἐπαναπλέω (to put to sea against, for, to sail back again)
- ἐπεισπλέω (to sail in after, to sail against, attack)
- ἐπιπλέω (to sail upon or over, to sail against, to attack by sea)
- καταπλέω (to sail down, to sail from the high sea to shore, sail to land)
- παραπλέω (to sail by or past, sailed past or through, sailing past)
- περιπλέω (to sail or swim round, of many voyages)
- πλέω (sail , float)
- προσπλέω (to sail towards or against, against)