Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλανθάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαλανθάνω διαλήσω διέλαθον

Structure: δια (Prefix) + λανθάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to escape notice, to escape the notice of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλανθάνω διαλανθάνεις διαλανθάνει
Dual διαλανθάνετον διαλανθάνετον
Plural διαλανθάνομεν διαλανθάνετε διαλανθάνουσιν*
SubjunctiveSingular διαλανθάνω διαλανθάνῃς διαλανθάνῃ
Dual διαλανθάνητον διαλανθάνητον
Plural διαλανθάνωμεν διαλανθάνητε διαλανθάνωσιν*
OptativeSingular διαλανθάνοιμι διαλανθάνοις διαλανθάνοι
Dual διαλανθάνοιτον διαλανθανοίτην
Plural διαλανθάνοιμεν διαλανθάνοιτε διαλανθάνοιεν
ImperativeSingular διαλάνθανε διαλανθανέτω
Dual διαλανθάνετον διαλανθανέτων
Plural διαλανθάνετε διαλανθανόντων, διαλανθανέτωσαν
Infinitive διαλανθάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλανθανων διαλανθανοντος διαλανθανουσα διαλανθανουσης διαλανθανον διαλανθανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλανθάνομαι διαλανθάνει, διαλανθάνῃ διαλανθάνεται
Dual διαλανθάνεσθον διαλανθάνεσθον
Plural διαλανθανόμεθα διαλανθάνεσθε διαλανθάνονται
SubjunctiveSingular διαλανθάνωμαι διαλανθάνῃ διαλανθάνηται
Dual διαλανθάνησθον διαλανθάνησθον
Plural διαλανθανώμεθα διαλανθάνησθε διαλανθάνωνται
OptativeSingular διαλανθανοίμην διαλανθάνοιο διαλανθάνοιτο
Dual διαλανθάνοισθον διαλανθανοίσθην
Plural διαλανθανοίμεθα διαλανθάνοισθε διαλανθάνοιντο
ImperativeSingular διαλανθάνου διαλανθανέσθω
Dual διαλανθάνεσθον διαλανθανέσθων
Plural διαλανθάνεσθε διαλανθανέσθων, διαλανθανέσθωσαν
Infinitive διαλανθάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλανθανομενος διαλανθανομενου διαλανθανομενη διαλανθανομενης διαλανθανομενον διαλανθανομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀριθμήσω αὖθισ ἀνορύξασ τὸ χρυσίον, μὴ τί με πρῴην διέλαθεν. (Lucian, Gallus, (no name) 29:26)
  • Ταῦτά ἐστιν, εἰ μή τι ἄλλο ἡμᾶσ διέλαθεν ἐν τῷ λογισμῷ. (Lucian, Dialogi mortuorum, 3:4)
  • "τελευτησάντων δὲ πάντων διέλαθεν ἔχων ὁ Διόμνηστοσ τὸ χρυσίον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 52 1:4)
  • Ἀπολλώνιοσ μὲν οὖν ὁ Μόλων τῶν ἀνοήτων εἷσ ἦν καὶ τετυφωμένων, τοὺσ μέντοι κατ’ ἀλήθειαν ἐν τοῖσ Ἑλληνικοῖσ φιλοσοφήσαντασ οὔτε τῶν προειρημένων οὐδὲν διέλαθεν οὔτε τὰσ ψυχρὰσ προφάσεισ τῶν ἀλληγοριῶν ἠγνόησαν, διόπερ τῶν μὲν εἰκότωσ κατεφρόνησαν, εἰσ δὲ τὴν ἀληθῆ καὶ πρέπουσαν περὶ τοῦ θεοῦ δόξαν ἡμῖν συνεφώνησαν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 226:1)
  • τὸν γὰρ πιόντα φασὶν εἰσ μανίαν ἐμπίπτειν καὶ πάνθ’ ἃ πρότερον διέλαθεν ἁμαρτήσασ ἑαυτοῦ κατηγορεῖν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 14 4:4)

Synonyms

  1. to escape notice

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION