Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλανθάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαλανθάνω διαλήσω διέλαθον

Structure: δια (Prefix) + λανθάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to escape notice, to escape the notice of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλανθάνω διαλανθάνεις διαλανθάνει
Dual διαλανθάνετον διαλανθάνετον
Plural διαλανθάνομεν διαλανθάνετε διαλανθάνουσιν*
SubjunctiveSingular διαλανθάνω διαλανθάνῃς διαλανθάνῃ
Dual διαλανθάνητον διαλανθάνητον
Plural διαλανθάνωμεν διαλανθάνητε διαλανθάνωσιν*
OptativeSingular διαλανθάνοιμι διαλανθάνοις διαλανθάνοι
Dual διαλανθάνοιτον διαλανθανοίτην
Plural διαλανθάνοιμεν διαλανθάνοιτε διαλανθάνοιεν
ImperativeSingular διαλάνθανε διαλανθανέτω
Dual διαλανθάνετον διαλανθανέτων
Plural διαλανθάνετε διαλανθανόντων, διαλανθανέτωσαν
Infinitive διαλανθάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλανθανων διαλανθανοντος διαλανθανουσα διαλανθανουσης διαλανθανον διαλανθανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλανθάνομαι διαλανθάνει, διαλανθάνῃ διαλανθάνεται
Dual διαλανθάνεσθον διαλανθάνεσθον
Plural διαλανθανόμεθα διαλανθάνεσθε διαλανθάνονται
SubjunctiveSingular διαλανθάνωμαι διαλανθάνῃ διαλανθάνηται
Dual διαλανθάνησθον διαλανθάνησθον
Plural διαλανθανώμεθα διαλανθάνησθε διαλανθάνωνται
OptativeSingular διαλανθανοίμην διαλανθάνοιο διαλανθάνοιτο
Dual διαλανθάνοισθον διαλανθανοίσθην
Plural διαλανθανοίμεθα διαλανθάνοισθε διαλανθάνοιντο
ImperativeSingular διαλανθάνου διαλανθανέσθω
Dual διαλανθάνεσθον διαλανθανέσθων
Plural διαλανθάνεσθε διαλανθανέσθων, διαλανθανέσθωσαν
Infinitive διαλανθάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλανθανομενος διαλανθανομενου διαλανθανομενη διαλανθανομενης διαλανθανομενον διαλανθανομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to escape notice

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION