호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
기본형: διαγορεύω διαγορεύσω
형태분석: δι (접두사) + ἀγορεύ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαγορεύω (나는) 선언한다 |
διαγορεύεις (너는) 선언한다 |
διαγορεύει (그는) 선언한다 |
쌍수 | διαγορεύετον (너희 둘은) 선언한다 |
διαγορεύετον (그 둘은) 선언한다 |
||
복수 | διαγορεύομεν (우리는) 선언한다 |
διαγορεύετε (너희는) 선언한다 |
διαγορεύουσι(ν) (그들은) 선언한다 |
|
접속법 | 단수 | διαγορεύω (나는) 선언하자 |
διαγορεύῃς (너는) 선언하자 |
διαγορεύῃ (그는) 선언하자 |
쌍수 | διαγορεύητον (너희 둘은) 선언하자 |
διαγορεύητον (그 둘은) 선언하자 |
||
복수 | διαγορεύωμεν (우리는) 선언하자 |
διαγορεύητε (너희는) 선언하자 |
διαγορεύωσι(ν) (그들은) 선언하자 |
|
기원법 | 단수 | διαγορεύοιμι (나는) 선언하기를 (바라다) |
διαγορεύοις (너는) 선언하기를 (바라다) |
διαγορεύοι (그는) 선언하기를 (바라다) |
쌍수 | διαγορεύοιτον (너희 둘은) 선언하기를 (바라다) |
διαγορευοίτην (그 둘은) 선언하기를 (바라다) |
||
복수 | διαγορεύοιμεν (우리는) 선언하기를 (바라다) |
διαγορεύοιτε (너희는) 선언하기를 (바라다) |
διαγορεύοιεν (그들은) 선언하기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαγόρευε (너는) 선언해라 |
διαγορευέτω (그는) 선언해라 |
|
쌍수 | διαγορεύετον (너희 둘은) 선언해라 |
διαγορευέτων (그 둘은) 선언해라 |
||
복수 | διαγορεύετε (너희는) 선언해라 |
διαγορευόντων, διαγορευέτωσαν (그들은) 선언해라 |
||
부정사 | διαγορεύειν 선언하는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαγορευων διαγορευοντος | διαγορευουσα διαγορευουσης | διαγορευον διαγορευοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαγορεύομαι (나는) 선언된다 |
διαγορεύει, διαγορεύῃ (너는) 선언된다 |
διαγορεύεται (그는) 선언된다 |
쌍수 | διαγορεύεσθον (너희 둘은) 선언된다 |
διαγορεύεσθον (그 둘은) 선언된다 |
||
복수 | διαγορευόμεθα (우리는) 선언된다 |
διαγορεύεσθε (너희는) 선언된다 |
διαγορεύονται (그들은) 선언된다 |
|
접속법 | 단수 | διαγορεύωμαι (나는) 선언되자 |
διαγορεύῃ (너는) 선언되자 |
διαγορεύηται (그는) 선언되자 |
쌍수 | διαγορεύησθον (너희 둘은) 선언되자 |
διαγορεύησθον (그 둘은) 선언되자 |
||
복수 | διαγορευώμεθα (우리는) 선언되자 |
διαγορεύησθε (너희는) 선언되자 |
διαγορεύωνται (그들은) 선언되자 |
|
기원법 | 단수 | διαγορευοίμην (나는) 선언되기를 (바라다) |
διαγορεύοιο (너는) 선언되기를 (바라다) |
διαγορεύοιτο (그는) 선언되기를 (바라다) |
쌍수 | διαγορεύοισθον (너희 둘은) 선언되기를 (바라다) |
διαγορευοίσθην (그 둘은) 선언되기를 (바라다) |
||
복수 | διαγορευοίμεθα (우리는) 선언되기를 (바라다) |
διαγορεύοισθε (너희는) 선언되기를 (바라다) |
διαγορεύοιντο (그들은) 선언되기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαγορεύου (너는) 선언되어라 |
διαγορευέσθω (그는) 선언되어라 |
|
쌍수 | διαγορεύεσθον (너희 둘은) 선언되어라 |
διαγορευέσθων (그 둘은) 선언되어라 |
||
복수 | διαγορεύεσθε (너희는) 선언되어라 |
διαγορευέσθων, διαγορευέσθωσαν (그들은) 선언되어라 |
||
부정사 | διαγορεύεσθαι 선언되는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαγορευομενος διαγορευομενου | διαγορευομενη διαγορευομενης | διαγορευομενον διαγορευομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαγορεύσω (나는) 선언하겠다 |
διαγορεύσεις (너는) 선언하겠다 |
διαγορεύσει (그는) 선언하겠다 |
쌍수 | διαγορεύσετον (너희 둘은) 선언하겠다 |
διαγορεύσετον (그 둘은) 선언하겠다 |
||
복수 | διαγορεύσομεν (우리는) 선언하겠다 |
διαγορεύσετε (너희는) 선언하겠다 |
διαγορεύσουσι(ν) (그들은) 선언하겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαγορεύσοιμι (나는) 선언하겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοις (너는) 선언하겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοι (그는) 선언하겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαγορεύσοιτον (너희 둘은) 선언하겠기를 (바라다) |
διαγορευσοίτην (그 둘은) 선언하겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαγορεύσοιμεν (우리는) 선언하겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοιτε (너희는) 선언하겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοιεν (그들은) 선언하겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαγορεύσειν 선언할 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαγορευσων διαγορευσοντος | διαγορευσουσα διαγορευσουσης | διαγορευσον διαγορευσοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαγορεύσομαι (나는) 선언되겠다 |
διαγορεύσει, διαγορεύσῃ (너는) 선언되겠다 |
διαγορεύσεται (그는) 선언되겠다 |
쌍수 | διαγορεύσεσθον (너희 둘은) 선언되겠다 |
διαγορεύσεσθον (그 둘은) 선언되겠다 |
||
복수 | διαγορευσόμεθα (우리는) 선언되겠다 |
διαγορεύσεσθε (너희는) 선언되겠다 |
διαγορεύσονται (그들은) 선언되겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαγορευσοίμην (나는) 선언되겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοιο (너는) 선언되겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοιτο (그는) 선언되겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαγορεύσοισθον (너희 둘은) 선언되겠기를 (바라다) |
διαγορευσοίσθην (그 둘은) 선언되겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαγορευσοίμεθα (우리는) 선언되겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοισθε (너희는) 선언되겠기를 (바라다) |
διαγορεύσοιντο (그들은) 선언되겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαγορεύσεσθαι 선언될 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαγορευσομενος διαγορευσομενου | διαγορευσομενη διαγορευσομενης | διαγορευσομενον διαγορευσομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διήγορευον (나는) 선언하고 있었다 |
διήγορευες (너는) 선언하고 있었다 |
διήγορευε(ν) (그는) 선언하고 있었다 |
쌍수 | διηγο῀ρευετον (너희 둘은) 선언하고 있었다 |
διηγόρευετην (그 둘은) 선언하고 있었다 |
||
복수 | διήγορευομεν (우리는) 선언하고 있었다 |
διηγο῀ρευετε (너희는) 선언하고 있었다 |
διήγορευον (그들은) 선언하고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διηγόρευομην (나는) 선언되고 있었다 |
διηγο῀ρευου (너는) 선언되고 있었다 |
διηγο῀ρευετο (그는) 선언되고 있었다 |
쌍수 | διηγο῀ρευεσθον (너희 둘은) 선언되고 있었다 |
διηγόρευεσθην (그 둘은) 선언되고 있었다 |
||
복수 | διηγόρευομεθα (우리는) 선언되고 있었다 |
διηγο῀ρευεσθε (너희는) 선언되고 있었다 |
διηγο῀ρευοντο (그들은) 선언되고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []