헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαγορεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαγορεύω διαγορεύσω

형태분석: δι (접두사) + ἀγορεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 선언하다, 신고하다, 언급하다
  2. 말하다, 이야기하다
  1. to speak plainly, declare
  2. to speak of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγορεύω

(나는) 선언한다

διαγορεύεις

(너는) 선언한다

διαγορεύει

(그는) 선언한다

쌍수 διαγορεύετον

(너희 둘은) 선언한다

διαγορεύετον

(그 둘은) 선언한다

복수 διαγορεύομεν

(우리는) 선언한다

διαγορεύετε

(너희는) 선언한다

διαγορεύουσιν*

(그들은) 선언한다

접속법단수 διαγορεύω

(나는) 선언하자

διαγορεύῃς

(너는) 선언하자

διαγορεύῃ

(그는) 선언하자

쌍수 διαγορεύητον

(너희 둘은) 선언하자

διαγορεύητον

(그 둘은) 선언하자

복수 διαγορεύωμεν

(우리는) 선언하자

διαγορεύητε

(너희는) 선언하자

διαγορεύωσιν*

(그들은) 선언하자

기원법단수 διαγορεύοιμι

(나는) 선언하기를 (바라다)

διαγορεύοις

(너는) 선언하기를 (바라다)

διαγορεύοι

(그는) 선언하기를 (바라다)

쌍수 διαγορεύοιτον

(너희 둘은) 선언하기를 (바라다)

διαγορευοίτην

(그 둘은) 선언하기를 (바라다)

복수 διαγορεύοιμεν

(우리는) 선언하기를 (바라다)

διαγορεύοιτε

(너희는) 선언하기를 (바라다)

διαγορεύοιεν

(그들은) 선언하기를 (바라다)

명령법단수 διαγόρευε

(너는) 선언해라

διαγορευέτω

(그는) 선언해라

쌍수 διαγορεύετον

(너희 둘은) 선언해라

διαγορευέτων

(그 둘은) 선언해라

복수 διαγορεύετε

(너희는) 선언해라

διαγορευόντων, διαγορευέτωσαν

(그들은) 선언해라

부정사 διαγορεύειν

선언하는 것

분사 남성여성중성
διαγορευων

διαγορευοντος

διαγορευουσα

διαγορευουσης

διαγορευον

διαγορευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγορεύομαι

(나는) 선언된다

διαγορεύει, διαγορεύῃ

(너는) 선언된다

διαγορεύεται

(그는) 선언된다

쌍수 διαγορεύεσθον

(너희 둘은) 선언된다

διαγορεύεσθον

(그 둘은) 선언된다

복수 διαγορευόμεθα

(우리는) 선언된다

διαγορεύεσθε

(너희는) 선언된다

διαγορεύονται

(그들은) 선언된다

접속법단수 διαγορεύωμαι

(나는) 선언되자

διαγορεύῃ

(너는) 선언되자

διαγορεύηται

(그는) 선언되자

쌍수 διαγορεύησθον

(너희 둘은) 선언되자

διαγορεύησθον

(그 둘은) 선언되자

복수 διαγορευώμεθα

(우리는) 선언되자

διαγορεύησθε

(너희는) 선언되자

διαγορεύωνται

(그들은) 선언되자

기원법단수 διαγορευοίμην

(나는) 선언되기를 (바라다)

διαγορεύοιο

(너는) 선언되기를 (바라다)

διαγορεύοιτο

(그는) 선언되기를 (바라다)

쌍수 διαγορεύοισθον

(너희 둘은) 선언되기를 (바라다)

διαγορευοίσθην

(그 둘은) 선언되기를 (바라다)

복수 διαγορευοίμεθα

(우리는) 선언되기를 (바라다)

διαγορεύοισθε

(너희는) 선언되기를 (바라다)

διαγορεύοιντο

(그들은) 선언되기를 (바라다)

명령법단수 διαγορεύου

(너는) 선언되어라

διαγορευέσθω

(그는) 선언되어라

쌍수 διαγορεύεσθον

(너희 둘은) 선언되어라

διαγορευέσθων

(그 둘은) 선언되어라

복수 διαγορεύεσθε

(너희는) 선언되어라

διαγορευέσθων, διαγορευέσθωσαν

(그들은) 선언되어라

부정사 διαγορεύεσθαι

선언되는 것

분사 남성여성중성
διαγορευομενος

διαγορευομενου

διαγορευομενη

διαγορευομενης

διαγορευομενον

διαγορευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγορεύσω

(나는) 선언하겠다

διαγορεύσεις

(너는) 선언하겠다

διαγορεύσει

(그는) 선언하겠다

쌍수 διαγορεύσετον

(너희 둘은) 선언하겠다

διαγορεύσετον

(그 둘은) 선언하겠다

복수 διαγορεύσομεν

(우리는) 선언하겠다

διαγορεύσετε

(너희는) 선언하겠다

διαγορεύσουσιν*

(그들은) 선언하겠다

기원법단수 διαγορεύσοιμι

(나는) 선언하겠기를 (바라다)

διαγορεύσοις

(너는) 선언하겠기를 (바라다)

διαγορεύσοι

(그는) 선언하겠기를 (바라다)

쌍수 διαγορεύσοιτον

(너희 둘은) 선언하겠기를 (바라다)

διαγορευσοίτην

(그 둘은) 선언하겠기를 (바라다)

복수 διαγορεύσοιμεν

(우리는) 선언하겠기를 (바라다)

διαγορεύσοιτε

(너희는) 선언하겠기를 (바라다)

διαγορεύσοιεν

(그들은) 선언하겠기를 (바라다)

부정사 διαγορεύσειν

선언할 것

분사 남성여성중성
διαγορευσων

διαγορευσοντος

διαγορευσουσα

διαγορευσουσης

διαγορευσον

διαγορευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγορεύσομαι

(나는) 선언되겠다

διαγορεύσει, διαγορεύσῃ

(너는) 선언되겠다

διαγορεύσεται

(그는) 선언되겠다

쌍수 διαγορεύσεσθον

(너희 둘은) 선언되겠다

διαγορεύσεσθον

(그 둘은) 선언되겠다

복수 διαγορευσόμεθα

(우리는) 선언되겠다

διαγορεύσεσθε

(너희는) 선언되겠다

διαγορεύσονται

(그들은) 선언되겠다

기원법단수 διαγορευσοίμην

(나는) 선언되겠기를 (바라다)

διαγορεύσοιο

(너는) 선언되겠기를 (바라다)

διαγορεύσοιτο

(그는) 선언되겠기를 (바라다)

쌍수 διαγορεύσοισθον

(너희 둘은) 선언되겠기를 (바라다)

διαγορευσοίσθην

(그 둘은) 선언되겠기를 (바라다)

복수 διαγορευσοίμεθα

(우리는) 선언되겠기를 (바라다)

διαγορεύσοισθε

(너희는) 선언되겠기를 (바라다)

διαγορεύσοιντο

(그들은) 선언되겠기를 (바라다)

부정사 διαγορεύσεσθαι

선언될 것

분사 남성여성중성
διαγορευσομενος

διαγορευσομενου

διαγορευσομενη

διαγορευσομενης

διαγορευσομενον

διαγορευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διήγορευον

(나는) 선언하고 있었다

διήγορευες

(너는) 선언하고 있었다

διήγορευεν*

(그는) 선언하고 있었다

쌍수 διηγο͂ρευετον

(너희 둘은) 선언하고 있었다

διηγόρευετην

(그 둘은) 선언하고 있었다

복수 διήγορευομεν

(우리는) 선언하고 있었다

διηγο͂ρευετε

(너희는) 선언하고 있었다

διήγορευον

(그들은) 선언하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηγόρευομην

(나는) 선언되고 있었다

διηγο͂ρευου

(너는) 선언되고 있었다

διηγο͂ρευετο

(그는) 선언되고 있었다

쌍수 διηγο͂ρευεσθον

(너희 둘은) 선언되고 있었다

διηγόρευεσθην

(그 둘은) 선언되고 있었다

복수 διηγόρευομεθα

(우리는) 선언되고 있었다

διηγο͂ρευεσθε

(너희는) 선언되고 있었다

διηγο͂ρευοντο

(그들은) 선언되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 선언하다

  2. 말하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION