헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεσποτικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δεσποτικός

형태분석: δεσποτικ (어간) + ος (어미)

어원: despo/ths

  1. 오만한, 포악한, 전제적인
  1. of or for a master, that befall one's master
  2. inclined to tyranny, despotic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δεσποτικός

(이)가

δεσποτική

(이)가

δεσπότικον

(것)가

속격 δεσποτικοῦ

(이)의

δεσποτικῆς

(이)의

δεσποτίκου

(것)의

여격 δεσποτικῷ

(이)에게

δεσποτικῇ

(이)에게

δεσποτίκῳ

(것)에게

대격 δεσποτικόν

(이)를

δεσποτικήν

(이)를

δεσπότικον

(것)를

호격 δεσποτικέ

(이)야

δεσποτική

(이)야

δεσπότικον

(것)야

쌍수주/대/호 δεσποτικώ

(이)들이

δεσποτικᾱ́

(이)들이

δεσποτίκω

(것)들이

속/여 δεσποτικοῖν

(이)들의

δεσποτικαῖν

(이)들의

δεσποτίκοιν

(것)들의

복수주격 δεσποτικοί

(이)들이

δεσποτικαί

(이)들이

δεσπότικα

(것)들이

속격 δεσποτικῶν

(이)들의

δεσποτικῶν

(이)들의

δεσποτίκων

(것)들의

여격 δεσποτικοῖς

(이)들에게

δεσποτικαῖς

(이)들에게

δεσποτίκοις

(것)들에게

대격 δεσποτικούς

(이)들을

δεσποτικᾱ́ς

(이)들을

δεσπότικα

(것)들을

호격 δεσποτικοί

(이)들아

δεσποτικαί

(이)들아

δεσπότικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ Πτολεμαῖοσ ὡσ ἂν καὶ τἆλλα οὐ κάρτα φρενήρησ τισ ὤν, ἀλλ’ ἐν κολακείᾳ δεσποτικῇ τεθραμμένοσ, οὕτωσ ἐξεκαύθη καὶ συνεταράχθη πρὸσ τῆσ παραδόξου ταύτησ διαβολῆσ, ὥστε μηδὲν τῶν εἰκότων λογισάμενοσ, μηδ’ ὅτι ἀντίτεχνοσ ἦν ὁ διαβάλλων μηδ’ ὅτι μικρότεροσ ἢ κατὰ τηλικαύτην προδοσίαν ζωγράφοσ, καὶ ταῦτα εὖ πεπονθὼσ ὑπ’ αὐτοῦ καὶ παρ’ ὁντινοῦν τῶν ὁμοτέχνων, τετιμημένοσ, ἀλλ’ οὐδὲ τὸ παράπαν εἰ ἐξέπλευσεν Ἀπελλῆσ ἐσ Τύρον ἐξετάσασ, εὐθὺσ ἐξεμήνιεν καὶ βοῆσ ἐνεπίμπλα τὰ βασίλεια τὸν ἀχάριστον κεκραγὼσ καὶ τὸν ἐπίβουλον καὶ συνωμότην. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 3:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 3:1)

  • τὴν δὲ πόλιν αὐτὴν ὁρῶν ὀλιγωρίᾳ τῶν προεστώτων διεφθαρμένην, τῶν πολλῶν κλεπτόντων, μᾶλλον δὲ ἁρπαζόντων τὰ κοινά, ὑδάτων τε ἐπιρροίαισ ἀνεκτησάμην καὶ οἰκοδομημάτων ἀναστάσεσιν ἐκόσμησα καὶ τειχῶν περιβολῇ ἐκράτυνα καὶ τὰσ προσόδουσ, ὅσαι ἦσαν κοιναί, τῇ τῶν ἐφεστώτων ἐπιμελείᾳ ῥᾳδίωσ ἐπηύξησα καὶ τῆσ νεολαίασ ἐπεμελούμην καὶ τῶν γερόντων προὐνόουν καὶ τὸν δῆμον ἐν θέαισ καὶ διανομαῖσ καὶ πανηγύρεσι καὶ δημοθοινίαισ διῆγον, ὕβρεισ δὲ παρθένων ἢ ἐφήβων διαφθοραὶ ἢ γυναικῶν ἀπαγωγαὶ ἢ δορυφόρων ἐπιπέμψεισ ἢ δεσποτική τισ ἀπειλὴ ἀποτρόπαιά μοι καὶ ἀκοῦσαι ἦν. (Lucian, Phalaris, book 1 3:5)

    (루키아노스, Phalaris, book 1 3:5)

  • καὶ μία τέχνη ἐστὶν βασιλική, τυραννική, πολιτική, δεσποτική, οἰκονομική, δικαιοσύνη, σωφροσύνη. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 169:2)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 169:2)

  • ταῦτα δ’ ἐστὶ δεσποτικὴ καὶ γαμική ἀνώνυμον γὰρ ἡ γυναικὸσ καὶ ἀνδρὸσ σύζευξισ καὶ τρίτον τεκνοποιητική καὶ γὰρ αὕτη οὐκ ὠνόμασται ἰδίῳ ὀνόματι. (Aristotle, Politics, Book 1 33:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 33:1)

  • ἐπιστήμη δ’ ἂν εἰή καὶ δεσποτικὴ καὶ δουλική, δουλικὴ μὲν οἱάν περ ὁ ἐν Συρακούσαισ ἐπαίδευεν· (Aristotle, Politics, Book 1 80:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 80:1)

유의어

  1. of or for a master

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION