Ancient Greek-English Dictionary Language

δεσπόσυνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δεσπόσυνος

Structure: δεσποσυν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: despo/ths

Sense

  1. of or belonging to the master or lord, arbitrary

Examples

  • Ἑκάβη, σπουδῇ πρόσ σ’ ἐλιάσθην τὰσ δεσποσύνουσ σκηνὰσ προλιποῦσ’, ἵν’ ἐκληρώθην καὶ προσετάχθην δούλη, πόλεωσ ἀπελαυνομένη τῆσ Ἰλιάδοσ, λόγχησ αἰχμῇ δοριθήρατοσ πρὸσ Ἀχαιῶν, οὐδὲν παθέων ἀποκουφίζουσ’, ἀλλ’ ἀγγελίασ βάροσ ἀραμένη μέγα σοί τε, γύναι, κῆρυξ ἀχέων. (Euripides, Hecuba, choral, anapests1)
  • διὸ καί φασιν ὕστερον ἐν τῇ Θηβαίων εἰσ τὴν Λακωνικὴν στρατείᾳ τοὺσ ἁλισκομένουσ εἵλωτασ κελευομένουσ ᾄδειν τὰ Τερπάνδρου καὶ Ἀλκμᾶνοσ καὶ Σπένδοντοσ τοῦ Λάκωνοσ παραιτεῖσθαι, φάσκοντασ οὐκ ἐθέλειν τοὺσ δεσποσύνουσ. (Plutarch, Lycurgus, chapter 28 5:1)

Synonyms

  1. of or belonging to the master or lord

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION