헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δειλία

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δειλία

어원: deilo/s

  1. 겁대가리, 비겁, 쓸모없음
  1. cowardice, cowardice

예문

  • καὶ Κύριοσ ὁ συμπορευόμενοσ μετὰ σοῦ οὐκ ἀνήσει σε, οὐδὲ μή σε ἐγκαταλίπῃ. μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλία. (Septuagint, Liber Deuteronomii 31:8)

    (70인역 성경, 신명기 31:8)

  • ἡ καρδία μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ̓ ἐμέ. (Septuagint, Liber Psalmorum 54:5)

    (70인역 성경, 시편 54:5)

  • δειλία κατέχει ἀνδρόγυνον, ψυχὴ δὲ ἀεργοῦ πεινάσει. (Septuagint, Liber Proverbiorum 19:13)

    (70인역 성경, 잠언 19:13)

  • αἰσχρὸν δὲ εἰ ἐπιβιώσωμεν ὀλίγον χρόνον καὶ τοῦτον καταγελώμενοι πρὸσ ἁπάντων ἐπὶ δειλίᾳ, (Septuagint, Liber Maccabees IV 6:20)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 6:20)

  • λογιστικοῦ ἡ ἀφροσύνη, τοῦ δὲ θυμοειδοῦσ ἥ τε ὀργιλότησ καὶ ἡ δειλία, τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ ἥ τε ἀκολασία καὶ ἡ ἀκράτεια, ὅλησ δὲ τῆσ ψυχῆσ ἥ τε ἀδικία καὶ ἀνελευθεριότησ καὶ μικροψυχία. (Aristotle, Virtues and Vices 6:1)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 6:1)

유의어

  1. 겁대가리

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION