헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δάκτυλος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δάκτυλος δακτύλου

형태분석: δακτυλ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.): perh. from dei/knumi.

  1. 손가락, 발가락, 팔다리
  1. finger, toe

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δάκτυλος

손가락이

δακτύλω

손가락들이

δάκτυλοι

손가락들이

속격 δακτύλου

손가락의

δακτύλοιν

손가락들의

δακτύλων

손가락들의

여격 δακτύλῳ

손가락에게

δακτύλοιν

손가락들에게

δακτύλοις

손가락들에게

대격 δάκτυλον

손가락을

δακτύλω

손가락들을

δακτύλους

손가락들을

호격 δάκτυλε

손가락아

δακτύλω

손가락들아

δάκτυλοι

손가락들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμοσ ἐν Γέθ. καὶ ἦν ἀνὴρ μαδών, καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν αὐτοῦ ἓξ καὶ ἕξ, εἰκοσιτέσσαρεσ ἀριθμῷ, καί γε αὐτὸσ ἐτέχθη τῷ Ραφά. (Septuagint, Liber II Samuelis 21:20)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 21:20)

  • καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμοσ ἐν Γέθ, καὶ ἦν ἀνὴρ ὑπερμεγέθησ, καὶ δάκτυλοι αὐτοῦ ἓξ καὶ ἕξ, εἰκοσιτέσσαρεσ, καὶ οὗτοσ ἦν ἀπόγονοσ γιγάντων. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 20:6)

    (70인역 성경, 역대기 상권 20:6)

  • ὅτι καὶ πάντα εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἐλογίσαντο θεούσ, οἷσ οὔτε ὀμμάτων χρῆσισ εἰσ ὅρασιν οὔτε ρῖνεσ εἰσ συνολκὴν ἀέροσ οὔτε ὦτα ἀκούειν οὔτε δάκτυλοι χειρῶν εἰσ ψηλάφησιν, καὶ οἱ πόδεσ αὐτῶν ἀργοὶ πρὸσ ἐπίβασιν. (Septuagint, Liber Sapientiae 15:15)

    (70인역 성경, 지혜서 15:15)

  • καὶ ἐνεπλήσθη ἡ γῆ βδελυγμάτων τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν, καὶ προσεκύνησαν, οἷσ ἐποίησαν οἱ δάκτυλοι αὐτῶν. (Septuagint, Liber Isaiae 2:8)

    (70인역 성경, 이사야서 2:8)

  • αἱ χεῖρέσ μου ἐποίησαν ὄργανον, καὶ οἱ δάκτυλοί μου ἥρμοσαν ψαλτήριον. (Septuagint, Liber Psalmorum 150:7)

    (70인역 성경, 시편 150:7)

  • ἀνέστην ἐγὼ ἀνοῖξαι τῷ ἀδελφιδῷ μου, χεῖρέσ μου ἔσταξαν σμύρναν, δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη ἐπὶ χεῖρασ τοῦ κλείθρου. (Septuagint, Canticum Canticorum 5:5)

    (70인역 성경, 아가 5:5)

유의어

  1. 손가락

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION