헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δάκτυλος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δάκτυλος δακτύλου

형태분석: δακτυλ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.): perh. from dei/knumi.

  1. 손가락, 발가락, 팔다리
  1. finger, toe

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δάκτυλος

손가락이

δακτύλω

손가락들이

δάκτυλοι

손가락들이

속격 δακτύλου

손가락의

δακτύλοιν

손가락들의

δακτύλων

손가락들의

여격 δακτύλῳ

손가락에게

δακτύλοιν

손가락들에게

δακτύλοις

손가락들에게

대격 δάκτυλον

손가락을

δακτύλω

손가락들을

δακτύλους

손가락들을

호격 δάκτυλε

손가락아

δακτύλω

손가락들아

δάκτυλοι

손가락들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ βάψει ὁ ἱερεὺσ τὸν δάκτυλον εἰσ τὸ αἷμα, καὶ προσρανεῖ ἀπὸ τοῦ αἵματοσ ἑπτάκισ ἔναντι Κυρίου, κατὰ τὸ καταπέτασμα τὸ ἅγιον. (Septuagint, Liber Leviticus 4:6)

    (70인역 성경, 레위기 4:6)

  • καὶ βάψει ὁ ἱερεὺσ τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματοσ τοῦ μόσχου κα’Ι ρανεῖ ἑπτάκισ ἔναντι Κυρίου, κατενώπιον τοῦ καταπετάσματοσ τοῦ ἁγίου. (Septuagint, Liber Leviticus 4:17)

    (70인역 성경, 레위기 4:17)

  • καὶ προσήνεγκαν οἱ υἱοὶ Ἀαρὼν τὸ αἷμα πρὸσ αὐτόν, καὶ ἔβαψε τὸν δάκτυλον εἰσ τὸ αἷμα καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὰ κέρατα τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τὸ αἷμα ἐξέχεεν ἐπὶ τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου. (Septuagint, Liber Leviticus 9:9)

    (70인역 성경, 레위기 9:9)

  • καὶ βάψει τὸν δάκτυλον τὸν δεξιὸν ἀπὸ τοῦ ἐλαίου τοῦ ὄντοσ ἐπὶ τῆσ χειρὸσ αὐτοῦ τῆσ ἀριστερᾶσ καὶ ρανεῖ τῷ δακτύλῳ ἑπτάκισ ἔναντι Κυρίου. (Septuagint, Liber Leviticus 14:16)

    (70인역 성경, 레위기 14:16)

  • ἁδροὶ δὲ ἐπαύσαντο λαλοῦντεσ, δάκτυλον ἐπιθέντεσ ἐπὶ στόματι. (Septuagint, Liber Iob 29:9)

    (70인역 성경, 욥기 29:9)

유의어

  1. 손가락

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION