- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουφάγος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: bouphagos 고전 발음: [부:파고] 신약 발음: [부파고]

기본형: βουφάγος

형태분석: βουφαγ (어간) + ος (어미)

어원: φαγεῖν

  1. ox-eating

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 βουφάγος

(이)가

βούφαγον

(것)가

속격 βουφάγου

(이)의

βουφάγου

(것)의

여격 βουφάγῳ

(이)에게

βουφάγῳ

(것)에게

대격 βουφάγον

(이)를

βούφαγον

(것)를

호격 βουφάγε

(이)야

βούφαγον

(것)야

쌍수주/대/호 βουφάγω

(이)들이

βουφάγω

(것)들이

속/여 βουφάγοιν

(이)들의

βουφάγοιν

(것)들의

복수주격 βουφάγοι

(이)들이

βούφαγα

(것)들이

속격 βουφάγων

(이)들의

βουφάγων

(것)들의

여격 βουφάγοις

(이)들에게

βουφάγοις

(것)들에게

대격 βουφάγους

(이)들을

βούφαγα

(것)들을

호격 βουφάγοι

(이)들아

βούφαγα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θείη ἀνίκατον μὲν ὁ βουφάγος. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 59 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 59 1:2)

  • τοῦ δὲ κατ ἴχνος βουφάγος εἰς κοίλην ἀτραπὸν ἷκτο λέων. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2172)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 2172)

  • διὰ Μεγάλης μέν γε πόλεως Ἑλισσὼν ἐρχόμενος ἐκδίδωσιν ἐς τὸν Ἀλφειόν, Βρενθεάτης δὲ ἐκ τῆς Μεγαλοπολιτῶν γῆς, παρὰ δὲ Γόρτυναν ἔνθα ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ, παρὰ δὴ ταῦτα Γορτύνιος ῥέων, ἐκ <δὲ> Μελαινεῶν Βουφάγος τῆς Μεγαλοπολίτιδος μεταξὺ καὶ Ἡραιίτιδος χώρας, ἐκ δὲ τῆς Κλειτορίων Λάδων, ἐκ δὲ Ἐρυμάνθου τοῦ ὄρους ὁμώνυμος τῷ ὄρει. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 7 2:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 7 2:2)

  • ἐνταῦθα ἀνὴρ Φενεάτης αὐτὸν Βουφάγος καὶ ἡ τοῦ Βουφάγου γυνὴ Πρώμνη περιεῖπόν τε εὖ καὶ ἀποθανόντα ἐκ τοῦ τραύματος ἔθαψαν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 14 15:5)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 14 15:5)

  • Μελαινεῶν δὲ τεσσαράκοντά ἐστιν ἀνωτέρω σταδίοις Βουφάγιον, καὶ ὁ ποταμὸς ἐνταῦθα ἔχει πηγὰς ὁ Βουφάγος κατιὼν ἐς τὸν Ἀλφειόν: (Pausanias, Description of Greece, , chapter 26 13:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 26 13:2)

유의어

  1. ox-eating

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION