- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄσκοπος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: askopos 고전 발음: [꼬뽀] 신약 발음: [꼬뽀]

기본형: ἄσκοπος ἄσκοπη ἄσκοπον

형태분석: ἀσκοπ (어간) + ος (어미)

어원: σκοπέω

  1. 부주의한, 경솔한, 상관하지 않는, 성급한
  2. 보이지 않는, 간파되지 않은, 눈에 보이지 않는
  3. 애매한, 불명료한, 애매모호한, 헤아릴 수 없는, 무수한, 막대한
  1. inconsiderate, heedless, unregardful of
  2. unseen, invisible
  3. not to be seen, unintelligible, obscure, inconceivable, incalculable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄσκοπος

부주의한 (이)가

ἄσκόπη

부주의한 (이)가

ἄσκοπον

부주의한 (것)가

속격 ἀσκόπου

부주의한 (이)의

ἄσκόπης

부주의한 (이)의

ἀσκόπου

부주의한 (것)의

여격 ἀσκόπῳ

부주의한 (이)에게

ἄσκόπῃ

부주의한 (이)에게

ἀσκόπῳ

부주의한 (것)에게

대격 ἄσκοπον

부주의한 (이)를

ἄσκόπην

부주의한 (이)를

ἄσκοπον

부주의한 (것)를

호격 ἄσκοπε

부주의한 (이)야

ἄσκόπη

부주의한 (이)야

ἄσκοπον

부주의한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀσκόπω

부주의한 (이)들이

ἄσκόπα

부주의한 (이)들이

ἀσκόπω

부주의한 (것)들이

속/여 ἀσκόποιν

부주의한 (이)들의

ἄσκόπαιν

부주의한 (이)들의

ἀσκόποιν

부주의한 (것)들의

복수주격 ἄσκοποι

부주의한 (이)들이

ἄσκοπαι

부주의한 (이)들이

ἄσκοπα

부주의한 (것)들이

속격 ἀσκόπων

부주의한 (이)들의

ἄσκοπῶν

부주의한 (이)들의

ἀσκόπων

부주의한 (것)들의

여격 ἀσκόποις

부주의한 (이)들에게

ἄσκόπαις

부주의한 (이)들에게

ἀσκόποις

부주의한 (것)들에게

대격 ἀσκόπους

부주의한 (이)들을

ἄσκόπας

부주의한 (이)들을

ἄσκοπα

부주의한 (것)들을

호격 ἄσκοποι

부주의한 (이)들아

ἄσκοπαι

부주의한 (이)들아

ἄσκοπα

부주의한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἄσκοπος

ἀσκόπου

부주의한 (이)의

ἀσκοπώτερος

ἀσκοπωτέρου

더 부주의한 (이)의

ἀσκοπώτατος

ἀσκοπωτάτου

가장 부주의한 (이)의

부사 ἀσκόπως

ἀσκοπώτερον

ἀσκοπώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἡρακλείδης δὲ ταῖς ναυσὶν, ὡς ἁμιλλώμενος ὑστέρησεν, ἀποπλεύσας καὶ πλανώμενος ἐν ταῖς πράξεσιν ἀσκόπως ἐπιτυγχάνει Γαισύλῳ τῷ Σπαρτιάτῃ, φάσκοντι πλεῖν ἐφ ἡγεμονίᾳ Σικελιωτῶν ἐκ Λακεδαίμονος, ὡς πρότερόν ποτε Γύλιππος. (Plutarch, Dion, chapter 49 3:2)

    (플루타르코스, Dion, chapter 49 3:2)

  • μεσαιτάτη δ αὐτῆς πόλις τὰ Ιἑροσόλυμα κεῖται, παρ ὃ καί τινες οὐκ ἀσκόπως ὀμφαλὸν τὸ ἄστυ τῆς χώρας ἐκάλεσαν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 67:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 67:1)

  • ὁ δὲ ἡσθεὶς τῷ ὀνείρατι, τὴν γὰρ πρόρρησιν αὐτοῦ τῇ διανοίᾳ συλλαβὼν καὶ μετὰ σοφίας οὐκ ἀσκόπως εἰκάσας ἔχαιρεν ἐπὶ μεγάλοις τοῖς σημαινομένοις, ἃ εὐδαιμονίαν τῷ παιδὶ κατήγγελλε καὶ καιρὸν ἥξειν θεοῦ δόντος, καθ ὃν αὐτὸν ὑπό τε τῶν γονέων καὶ τῶν ἀδελφῶν ἔσεσθαι τίμιον καὶ προσκυνήσεως ἄξιον, τὴν μὲν σελήνην καὶ τὸν ἥλιον μητρὶ καὶ πατρί, τῆς μὲν αὐξούσης ἅπαντα καὶ τρεφούσης τοῦ δ ἐκτυποῦντος καὶ τὴν ἄλλην ἰσχὺν ἐντιθέντος εἰκάζων, τοὺς δ ἀστέρας τοῖς ἀδελφοῖς: (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 22:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 22:1)

  • τελευταῖον καὶ μέγιστον τὸ προθέμενον καὶ συμβαλεῖν οὕτως εἰκῇ καὶ ἀσκόπως χρήσασθαι τοῖς πράγμασιν ὥστε παρέντα τὰ πεδία καὶ τὴν τῶν ὁπλιτῶν χρείαν δι αὐτῶν τῶν εὐζώνων ταῖς παρωρείαις πρὸς Αἰτωλοὺς ποιήσασθαι τὸν κίνδυνον, οἷς οὐδὲν ἦν τούτου προυργιαίτερον οὐδ οἰκειότερον. (Polybius, Histories, book 4, chapter 14 6:1)

    (폴리비오스, Histories, book 4, chapter 14 6:1)

  • ἄσκοπος ἁ λώβα. (Sophocles, choral, antistrophe 23)

    (소포클레스, choral, antistrophe 23)

  • σὴ γὰρ ὀπωπὴ ἄσκοπος: (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 362)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 362)

  • οὔτε γάρ ἐστ ἄφρων οὔτ ἄσκοπος οὔτ ἀλιτήμων, ἀλλὰ μάλ ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός. (Homer, Iliad, Book 24 13:8)

    (호메로스, 일리아스, Book 24 13:8)

  • οὔτε γάρ ἔστ ἄφρων οὔτ ἄσκοπος οὔτ ἀλιτήμων, ἀλλὰ μάλ ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός. (Homer, Iliad, Book 24 15:16)

    (호메로스, 일리아스, Book 24 15:16)

유의어

  1. 부주의한

  2. 보이지 않는

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION