Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπόρθητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀπόρθητος ἀπόρθητη ἀπόρθητον

Structure: ἀ (Prefix) + πορθητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: porqe/w

Sense

  1. not sacked, unravaged

Examples

  • τὴν γὰρ Ἀντιόχειαν ἔχων τὴν πρὸσ τῇ Πισιδίᾳ μέχρι Ἀπολλωνιάδοσ τῆσ πρὸσ Ἀπαμείᾳ τῇ Κιβωτῷ καὶ τῆσ Παρωρείου τινὰ καὶ τὴν Λυκαονίαν ἐπειρᾶτο τοὺσ ἐκ τοῦ Ταύρου κατατρέχοντασ Κίλικασ καὶ Πισίδασ τὴν χώραν ταύτην Φρυγῶν οὖσαν ἐξαιρεῖν, καὶ πολλὰ χωρία ἐξεῖλεν ἀπόρθητα πρότερον ὄντα, ὧν καὶ Κρῆμνα· (Strabo, Geography, Book 12, chapter 6 6:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION