ἀπόλλυμι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀπόλλυμι
Structure:
ἀπ
(Prefix)
+
ό̓λλῡ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- (active voice), to destroy utterly, kill, slay
- to lose utterly
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ οἵ τε τραυματίαι φοράδην ἐξεκομίζοντο πονηρῶσ ἔχοντεσ, καὶ μάλιστα ὁ πρεσβύτησ ὁ Ζηνόθεμισ ἀμφοτέραισ τῇ μὲν τῆσ ῥινόσ, τῇ δὲ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἐπειλημμένοσ, βοῶν ἀπόλλυσθαι ὑπ’ ἀλγηδόνων, ὥστε καὶ τὸν Ἕρμωνα καίπερ ἐν κακοῖσ ὄντα ‐ δύο γὰρ ὀδόντασ ἐξεκέκοπτο ‐ ἀντιμαρτύρεσθαι λέγοντα, Μέμνησο μέντοι, ὦ Ζηνόθεμι, ὡσ οὐκ ἀδιάφορον ἡγῇ τὸν πόνον καὶ ὁ νυμφίοσ δὲ ἀκεσαμένου τὸ τραῦμα τοῦ Διονίκου ἀπήγετο ἐσ τὴν οἰκίαν ταινίαισ κατειλημένοσ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τὸ ζεῦγοσ ἀνατεθεὶσ ἐφ’ οὗ τὴν νύμφην ἀπάξειν ἔμελλε, πικροὺσ ὁ ἄθλιοσ τοὺσ γάμουσ ἑορτάσασ· (Lucian, Symposium, (no name) 47:1)
- "ὁ δὲ ταῦθ’ ὑπάρχειν τῷ μετεσχηκέναι καὶ ὅσον ἀπολείπεται τοῦ ὄντοσ ἀεὶ καὶ τὸ εἶναι παρέχοντοσ αὐτοῖσ ὑπονοῶν οὐ παρορᾷ τὸ αἰσθητὸν ἀλλὰ παρορᾷ τὸ νοητόν, οὐδ’ ἀναιρεῖ τὰ γιγνόμενα καὶ φαινόμενα περὶ ἡμᾶσ τῶν παθῶν ἀλλ’ ὅτι βεβαιότερα τούτων ἕτερα καὶ μονιμώτερα πρὸσ οὐσίαν ἐστὶ τῷ μήτε γίγνεσθαι μήτ’ ἀπόλλυσθαι μήτε πάσχειν μηδέν, ἐνδείκνυται τοῖσ ἑπομένοισ, καὶ διδάσκει καθαρώτερον τῆσ διαφορᾶσ ἁπτομένουσ τοῖσ ὀνόμασι τὰ μὲν ὄντα τὰ δὲ γιγνόμενα προσαγορεύειν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 1516)
- τῆσ γὰρ στρατείασ γιγνομένησ ἐν τοῖσ τότε χρόνοισ ἐκ καταλόγου, καὶ στρατηγῶν ἐφισταμένων ἀπείρων μὲν τοῦ πολεμεῖν, τιμωμένων δὲ διὰ τὰσ πατρικὰσ δόξασ, αἰεὶ συνέβαινεν τῶν ἐξιόντων ἀνὰ δισχιλίουσ ἢ τρισχιλίουσ ἀπόλλυσθαι, ὥστε ἀναλίσκεσθαι τοὺσ ἐπιεικεῖσ καὶ τοῦ δήμου καὶ τῶν εὐπόρων. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 26 1:4)
- ἡγεῖτο γὰρ ἀσθενεῖσ ἰδίᾳ τὰσ πόλεισ ὑπαρχούσασ σῴζεσθαι δι’ ἀλλήλων ὥσπερ ἐνδεδεμένασ τῷ κοινῷ συμφέροντι, καὶ καθάπερ τὰ μέρη τοῦ σώματοσ ζῶντα καὶ συμπνέοντα διὰ τὴν πρὸσ ἄλληλα συμφυϊάν, ὅταν ἀποσπασθῇ καὶ γένηται χωρίσ, ἀτροφεῖ καὶ σήπεται, παραπλησίωσ τὰσ πόλεισ ἀπόλλυσθαι μὲν ὑπὸ τῶν διασπώντων τὸ κοινόν, αὔξεσθαι δὲ ὑπ’ ἀλλήλων, ὅταν ὅλου τινὸσ μεγάλου μέρη γενόμεναι κοινῆσ προνοίασ τυγχάνωσιν. (Plutarch, Aratus, chapter 24 5:1)
- τοὺσ δὲ ἄνδρασ ἀπορίᾳ δένδρων τοῖσ κέρασι τῶν βοῶν, τοὺσ δὲ τοῖσ σκέλεσι προσδεῖν τοὺσ αὑτῶν τραχήλουσ, εἶτα κέντρα προσφέροντασ ἐξαλλομένων τῶν βοῶν ἐφελκομένουσ καὶ πατουμένουσ ἀπόλλυσθαι. (Plutarch, Caius Marius, chapter 27 3:1)
- τούτων μετεξέτερα τῶν κητέων ἐποκέλλειν πολλαχοῦ τῆσ χώρησ, ἐπειδὰν ἀνάπωτισ κατάσχῃ, ἐν τοῖσι βραχέσιν ἐχόμενα, τὰ δὲ καὶ ὑπὸ χειμώνων σκληρῶν ἐσ τὴν χέρσον ἐξωθέεσθαι, καὶ οὕτω δὴ κατασηπόμενα ἀπόλλυσθαί τε καὶ τὰσ σάρκασ αὐτοῖσι περιρρεούσασ ὑπολείπειν τὰ ὀστέα χρᾶσθαι τοῖσιν ἀνθρώποισιν ἐσ τὰ οἰκία. (Arrian, Indica, chapter 30 8:1)
Synonyms
-
- ἐναίρω (to slay, to kill, slay)
- κτείνω (to kill, slay)
- ἐξεναρίζω (to kill, slay)
- καίνω (to kill, slay)
- θείνω (I slay, kill)
- κατακόπτω (to kill, slay)
- ἀποκτείνω (I kill, slay)
- σφάζω (to slay, kill)
- πέρθω (to destroy, slay)
- ὀλοθρεύω (to destroy utterly)
- ἐκπέρθω (to destroy utterly)
- ἐξολοθρεύω (to destroy utterly)
- ἐξόλλυμι (to destroy utterly)
- ἐξαπόλλυμι (to destroy utterly)
- ἐξαποφθείρω (to destroy utterly)
- ἐξαναλίσκω (to destroy utterly)
- ἐξαιστόω (to utterly destroy)
- ἐξαφανίζω (I destroy utterly)
- καθαιρέω (to put down by force, destroy, to kill)
- ἀναλίσκω (to kill, destroy, to kill oneself)
- κατεναίρομαι (to kill, slay, murder)
- κατακτείνω (to kill, slay, murder)
- καταλυμαίνομαι (to ruin utterly, destroy)
- ἀποφθείρω (to destroy utterly, ruin)
- κατόλλυμι (to destroy utterly, to perish utterly)
- καταχράομαι (to make away with, destroy, kill)
- συναναιρέω (to destroy altogether or utterly)
-
to lose utterly
Derived
- ἀνταπόλλυμι (to destroy in return, to perish in turn, that)
- διόλλυμι (to destroy utterly, bring to naught, to perish utterly)
- ἐξαπόλλυμι (to destroy utterly, to perish utterly out of, to perish utterly)
- ἐξόλλυμι (to destroy utterly, to perish utterly)
- κατόλλυμι (to destroy utterly, to perish utterly)
- ὄλλυμι (to destroy, make an end of, doing away with)
- παραπόλλυμι (to destroy besides, to perish besides, to be ruined undeservedly)
- προσαπόλλυμι (to destroy besides or also, to perish besides or with others, to lose besides)
- συναπόλλυμι (to destroy together, to destroy one's, as well as oneself)
- συνόλλυμι (to destroy together, to perish along with)