Ancient Greek-English Dictionary Language

συνόλλυμι

-μι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: συνόλλυμι

Structure: συν (Prefix) + ό̓λλῡ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to destroy together, to perish along with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνόλλῡμι συνόλλῡς συνόλλῡσιν*
Dual συνόλλυτον συνόλλυτον
Plural συνόλλυμεν συνόλλυτε συνολλύᾱσιν*
SubjunctiveSingular συνολλύω συνολλύῃς συνολλύῃ
Dual συνολλύητον συνολλύητον
Plural συνολλύωμεν συνολλύητε συνολλύωσιν*
OptativeSingular συνολλυίην συνολλυίης συνολλυίη
Dual συνολλυίητον συνολλυιήτην
Plural συνολλυίημεν συνολλυίητε συνολλυίησαν
ImperativeSingular συνόλλυε συνολλύτω
Dual συνόλλυτον συνολλύτων
Plural συνόλλυτε συνολλύντων
Infinitive συνολλύναι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνολλῡς συνολλυντος συνολλῡσα συνολλῡσης συνολλυν συνολλυντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνόλλυμαι συνόλλυσαι συνόλλυται
Dual συνόλλυσθον συνόλλυσθον
Plural συνολλύμεθα συνόλλυσθε συνόλλυνται
SubjunctiveSingular συνολλύωμαι συνολλύῃ συνολλύηται
Dual συνολλύησθον συνολλύησθον
Plural συνολλυώμεθα συνολλύησθε συνολλύωνται
OptativeSingular συνολλυίμην συνολλυῖο συνολλυῖτο
Dual συνολλυῖσθον συνολλυίσθην
Plural συνολλυίμεθα συνολλυῖσθε συνολλυῖντο
ImperativeSingular συνόλλυσο συνολλύσθω
Dual συνόλλυσθον συνολλύσθων
Plural συνόλλυσθε συνολλύσθων
Infinitive συνόλλυσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνολλυμενος συνολλυμενου συνολλυμενη συνολλυμενης συνολλυμενον συνολλυμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to destroy together

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION